Κουδουνάτοι πειρασμοί
Απ’ τα πιο ενδιαφέροντα παραδοσιακά έθιμα της Καθαρής Δευτέρας ήταν οι «κουδουνάτοι πειρασμοί». Με προβιές στο σώμα, κουδούνια στα χέρια και στα πόδια, πάνινα κέρατα στο κεφάλι και βοδινή ουρά στον πισινό ο αρσενικός και με μακριά άσπρη φούστα ο θηλυκός, χόρευαν αντικριστά.
Γύρω-γύρω οι άλλοι, που ήταν κι αυτοί το ίδιο μασκαρεμένοι, συδαύλιζαν τον αγκρισμό του ζευγαριού, ώσπου να φτάσει σε εκστασιασμό. Από τη στιγμή αυτή, ο χορός γίνεται ορμητικότερος, οι κινήσεις του ζευγαριού θυμίζουν σεξουαλική πράξη και τα μέλη του χορού είναι κι αυτά συνεπαρμένα από το ερωτικό μεθύσι. Απλοί άνθρωποι, δίχως να ξέρουν από μυθολογία, παράσταιναν τους σάτυρους και τις μαινάδες. Ο χορός αυτός εκφράζει το τελετουργικό της ερωτικής ένωσης των δύο φύλων με το ρυθμικό σκοπό που τραγουδούσαν τα καθαροδευτεριάτικα τραγούδια. Τα τραγούδια ήταν δίστιχα με θέμα σεξουαλικό.
Αποτελεί επιβίωση και μετασχηματισμό ενός πανάρχαιου δρωμένου που σχετίζεται με γονιμικές τελετές, κοινό σε πολλά και ποικίλα έθιμα σ’ ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο, όπως στο Μεσότοπο της Λέσβου, στη Σκύρο, στη Νάξο, στη Χίο κι αλλού. Ο βαθύτερος παγανιστικός χαρακτήρας του είναι προφανής. Αποτελεί αποκλειστικό προνόμιο των ανδρών, οι οποίοι μεταμφιεσμένοι και κρατώντας φαλλικά σύμβολα (κουτσκούδις) χορεύουν και τραγουδούν, πηδούν κάνοντας τρομερό θόρυβο και μιμούνται σκηνές ερωτικής συνεύρευσης.
Ανάμεσά τους υπήρχαν και οι μουσικοί, που έπαιζαν και τραγουδούσαν ερωτικά δίστιχα. Τον “Αρκουδιάρη” ή “Αράπικο”, χορό μιμικό και κωμικό ταυτόχρονα, τον εκτελούσαν δύο άτομα, από τα οποία το ένα έπαιζε τον πιο σημαντικό ρόλο, ενώ το άλλο χρησίμευε για παρτενέρ. Ρυθμός 2/4, σαν ζωηρός συρτός. Ο χορευτής έκανε άγριες χειρονομίες, γούρλωνε τα μάτια, μιμούνταν την αρκούδα και έκανε πηδήματα. Χορός που χορευόταν κυρίως στο καρναβάλι, ήταν δε για κάποια περίοδο σχεδόν αποκλειστικότητα ενός βοσκού με το παρατσούκλι «Μαρούλα» και αργότερα τον χόρευε ο Θανάσης Καπάτος. Ο μιμικός αυτός χορός συνοδευόταν από σατιρικά δίστιχα που άρχιζαν ως εξής:
-Χόριψι αράπη.
-Δεν έχου κέφι.
-Για να κάνεις όρεξη, σου παίζω με το ντέφι.
Έλ’ α φας αράπη.
-Δεν έχου δόγκια.
-Φάε μακαρόνια με τα χρυσά πιρόνια.
-Τι ’ν’ αυτό, αράπη, που το ’χις σούζα;
-Είναι για τσι πυρουμένις τσι για μια γουρσούζα.
-Χόριψι, αράπη, μην κάνεις παλαβάτα
το ’χις τσι του κουπανάς καταμισή στη στράτα.