T’ Άϊ Γιαννιού
Τα χρόνια εκείνα (1960 -1970) τα αυτοκίνητα στα χωριά μας ήταν ελάχιστα, άρα και οι ευκαιρίες για βόλτες ή για καλοκαιρινό μπάνιο ήταν από ανύπαρκτες έως ελάχιστες, τουλάχιστον για τα παιδιά των χωριών που ήταν μακριά από τη θάλασσα, όπως είναι το δικό μου χωριό, ο Ασώματος.
Ένα από τα «σίγουρα» ήταν στις 29 Αυγούστου, στο πανηγύρι του Άϊ Γιαννιού στο Ντίπι. Με κάποιον τρόπο θα πηγαίναμε στην λειτουργία στο Εκκλησάκι και μετά το μπάνιο ήταν σίγουρο, ίσως να ήταν και το μοναδικό!!!
Εκείνη τη χρονιά λοιπόν (1969 ή 1970),η συνεννόηση είχε γίνει αποβραδίς, είχε οριστεί ώρα και τόπος συνάντησης για το εγχείρημα. Ένα τσούρμο παιδιά, στον Ασώματο, έξω από την εκκλησία του χωριού, πρωί – πρωί περιμέναμε, όπως το είχαμε σχεδιάσει το μακαρίτη το Γιάννη Ζουμπαδέλλη, (Λιάτους), ο οποίος είχε ένα φορτηγό δημοσίας χρήσης, και είχε παρτίδες με τα κάτω χωριά (Ίππειος, Ντίπι κλπ), και το φορτηγό ήταν αραγμένο, άρα κάποια στιγμή θα ξεκινούσε!!
Απέναντι από την εκκλησία ήταν το ραφείο του Βαλιάνου.
Ο Βαλιάνος λοιπόν μας είδε που περιμέναμε, προφανώς θα άκουσε και τις κουβέντες και τα «σχέδια» που κάναμε για το πανηγύρι, και μας πλησίασε.
– Ε μουρά στου παναγύρ(ι) θα πάτει; Μας ρώτησε.
– Ναι θα πάμει άμα βρούμει μέσο απαντήσαμε εμείς.
Ο ουρανός ήταν πεντακάθαρος και μόνο ένα μικρό σύννεφο στο βαααάθος του ορίζοντα υπήρχε, φαινόταν μάλιστα να έχει το σχήμα και το μέγεθος αλόγου.
Να μη πάτει στου παναγύρ(ι) μουρά γιατί θα βρέξ(ει) τσι θα μλιάσιτ(ει), μας είπε ο Βαλιάνος.
Α ε Μπαλιάνου ξεφορτώστσει μας (σκεφθήκαμε) όλοι, χωρίς να βγάλουμε άχνα, γιατί μόλις είχε φανεί γι Λιάτους και το σχέδιο έμπαινε σε πορεία υλοποίησης !!!
– Ε Γιαννν(η) α μας πάρ’ς στου Ντίπ(ι) φωνάζαμε όλοι μαζί.
– Ναι ρε ανεβείτε επάνω μας είπε.
– Εν μέσω …αλαλαγμών χαράς σκαρφαλώσαμε στην καρότσα του φορτηγού και σε λίγη ώρα είμαστε στο Ντίπι. Ανάψαμε κερί και παρακολουθήσαμε όσο κομμάτι της Θείας Λειτουργίας προλάβαμε. Στη συνέχεια ξαμοληθήκαμε στη θάλασσα μέχρι το μεσημέρι.
Τότε πήραμε το δρόμο προς το Ίππειος με τα πόδια, προκειμένου να πάμε στα καφενεδάκια που υπήρχαν στη θέση Γιαλού Πηγάδι στα οποία υπήρχαν μουσικές για τους θαμώνες, ώστε να πάρουμε μια γεύση και να περιμένουμε λίγο μήπως η τύχη το έφερνε έτσι και βρίσκαμε αυτοκίνητο για το χωριό. Στα καφενεδάκια τα οποία δεν ήταν στην κατάσταση που είναι σήμερα αλλά ήταν πρόχειρες κατασκευές και ο κόσμος καθόταν κάτω από φρίτζες με τις κληματαριές, το κέφι είχε ανάψει, οι άνθρωποι έτρωγαν και διασκέδαζαν, και εμείς παρακολουθούσαμε. Εν τω μεταξύ τα σύννεφα άρχισαν να πυκνώνουν και σε λίγο άρχισε να βρέχει καταρρακτωδώς και να ρίχνει και χαλάζι, μπουρίνι φοβερό. Όσοι πρόφθασαν χώθηκαν στα καφενεδάκια, οι υπόλοιποι σταθήκαμε κάτω από τις κληματαριές , στη λογική του ότι γλυτώσουμε, κολοκύθια, γίναμε μούσκεμα!!!!
Δυο πράγματα μου έχουν μείνει στο μυαλό
1. Η απορία ο Μπαλιάνος ήξερε να προβλέπει τον καιρό με τέτοια ακρίβεια ή μας πείραξε και έπεσε μέσα; Και
2. Το σχόλιο που έκανε μια γυναίκα, (προφανώς), απ’ τα χωριά του λεκανοπεδίου του Ιππείου με το χαρακτηριστικό τσι (όπως λέμε τσίτα), η οποία σχολίασε το φοβερό μπουρίνι:
– Μουρή κόριμ’ τσι τι νιρό ήταν τούτου; τσι τα ….δόντια μας μ’λιάσαν!!!!