Αναμνήσεις απο το χωριό.... 

Δέμα απι τ’ ν Αμιρική

ΔΕΜΑ ΑΠΙ Τ΄Ν ΑΜΙΡΙΚΗ – (ΒΛΟΥΤΙΝΑ ΓΙΑΠΡΑΚΑΔΙΝΑ – Στρατής Αναστασέλλης)

 

 

Πας τν Αμιρική του έστ’λι
του Λινούδ΄, του γιό τς του Νικόλ’
τσ’ ένα γράμμα δε νι πήρι,
τσ’ είχι χρόνια τώρα χόλ’.

Έδιετς γάνιαζι στουν πόνου,
τν έτρουγι γι’ απαντουχή
τσακ (1) που κόπ’τσι πιά του μούτι τζ, (2)
μι τ’ Γιρμανουκατουχή.

Τσι μια μέρα γι καμπάνις
διαλαλίξαν του χαμπάρ
που σα φίδ’ του θιμιρέψαν (3)
του ναζί του καλκαμπάρ (4).

Τσι αρχινίσαν πάλι οι πόστις (5)
να κβανιούν τα γραμματέλια
τσι να φέρνιν τα τσινούργια
απί τν οικουμέν’, τα τέλια (6).

Ένας ταχυδρόμος κ’δούν΄ξι
τσι τς Λινούδας του πουρτί
τσ είπι να κατέβ’ στη χώρα
να πάρ’ ότ’ λέγ΄του χαρτί.

Πράγματις, σαν που του ξίγ’σι
τσι γιού δάσκαλους τ’ Κακάβ’
έγραφτι να πα ιγκαίρους
δέμα για να πιριλάβ΄.

Σ’κώθτσι αχάραγα τσι πάγ’τσι
μι σιβντά, φουτιά τσι λόχ’
γ’ όρθις βγαίναν απ’ τα κμάσια,
τσ’ ίπνι τσάγ’ μέσ΄του Μιτόχ’ (7).

Έναν πιραστ’κό νι ρώτ’σι
“Που έχιν δέματα ω παλ΄κάρ;”
Τσι γιου Καστρινός τνη πήρι
τσ έδ’ξι τζ έναν για να παρ.

Ήνταν έφτου παραπέρα
ένα μαγαζέλ’ στινούδ’
τσ’ ίμπι μέσα. “Ένα δέμα θέλου”,
είπι του Λινούδ’.

“Ευχαρίστως λέγ’ ου μάστουρς,
πέρασε στο παραβάν”,
τσ’ η Λινούδα μπαίν’ ‘που μέσα
φουρτουμέν’ μι τουν τρουβάν.

Καταπόδι τζ μιαν κουπέλα
να τνη πιείς μέσ’ στου πουτήρ’
ασπρουφόρα, τσι σαν τού’ πι,
δούλιβγι μέσ’ τ’ αργαστήρ’.

“Θεία βγάλε το βρακί σου (8)
να σου πάρουμε τα μέτρα”.
Τσ’ η Λινούδα κατιβάζ’ ντα,
τσι στου νού τζ άλλα νι μέτρα.

Φαίνιτι θα δουκιμάσιν
τ’ φούστα π’ μ’ έστ’λι του πιδί μ’
για να δουν, είνι στου μπόγι μ’
γη μπάτσ΄έρχιτι κουντή μ’;

“Τίποτα δεν βλέπω θεία.
Δεν έχεις ανάγκη δέμα”.
Μπάτσι διφτιρώγ’ς κουβέντα.
Πας του δίτσου μ’ χύνου τσ’ αίμα.

Έχου τσι χαρτέλ’ που μ’ δώκαν.
“Μήπως καμμιά συνταγή;”
Ναι βρε κόρη μ’ διόβασί του
τσι παρέτα τν αφλουγή! (9).

“Τούτο λέει για κάποιο δέμα
που το στέλνει το παιδί σου,
κι εγώ νόμιζα πως ήταν συνταγή.
Και τώρα ντύσου.

Λάθος ήρθες εδώ πέρα,
κάποιος σού ‘βαλε τορπίλη.
Δέματα κι εμείς πουλάμε,
μα σε εκείνους που έχουν κήλη”.

“Αχ! βρε γιέ μ’ τίντα θα πάθου
ως τ’α πάγου στν πιρασιά (10)
Δέμα μ’ έστ’λις, τσι σ’μαδούρια (11)
μ’ πήραν για κατιβασιά (12).

Του Λινούδ’ δεν τ’ αλιστίρτζι (13)
π’ τν είδι ξένου μάτ’ γυμνή
τσ αβραντέν’ζι μέσ’ τα δόντια τζ
τς Καστρινιοί τς “Ιλιγινιοί”

Τσιν’σι,(14) τσι κατά ρουτώντας
λιώντουν ίσαμ’ του μισμέρ’,
τσ ένι πουλιουξιθαρέβντου
μην τνη πέξιν τσ’ άλλου χνέρ.

Ένας γέρους τνη σπλαχνίστσι,
πούχι τσι τα διάμεσα
τσι μέσ’ του ταχυδρουμείου,
ίβαλί ντ’ να πρώτ’ πρώτ’ μέσα.

Γιου γραμματικός τνη ρώτ’σι,
ξέρ’ να βάλ’ τν υπουγραφή τζ;
Τότις πλια γη Λινούδα
ήνταν πού ‘ρπαξι ντ΄κουρφή τζ.

“Νταγιανάμαντι (15) ναμκιόρδις
βρε διαβόλ’ αγαρινοί
άλλους θέλ’ υπουγραφάδις
τσ’ άλλ’ μι πασπατέβ’ γυμνή.

Να χιρόστι τσι του δέμα,
θα σας βάλου φυλακή.
Μια γραφή στου γιό μ’ να γράψου
θα σκουθεί γ’ Αμιρική.

Πόλιμου θα κάν’ του Ν΄κόλι μ’
τσι τα νύχια σας θα βγάλ’
μέσ’ σ’ ένα χουριό καθούντι
φτος τσ’ οι τέσσιρ’ς οι μιγάλ”(16).

Σαν είδαν γ’ αθρώπ’ του γ’νάτι τζ
βάλαν μαρτυριά τσι βούλα
τσι τσ’ πασάραν πλια του δέμα.
Τ’ν ανιδράμ’σι μιάν τριμούλα,
τα ματέλια τζ αμουλάραν
τσ’ έσφιξι ντου στν αγκαλιά τζ,
σα ναν έσφιτζι του γιόκα τζ.

Έφταξι του βράδ΄στ’ φουλιά τζ,
τσένουσί ντα (17) μπρος τσ’ ιγιτόν’σις
να μπ’ στα μάτια ντουν καρφί,
τσι καφτσόντουν π’ς έχ΄τα μέσα
τσ’ ε τς γυρέψαν ‘πουγραφή.

Τώρα γίν’ τιπτίλ’ (18) μι τς φούστις,
Πέταξί ντου του βρατσί
τσι καμαρουτή κβανιέτι
στ’ Χάρη τζ (19) κάθα Τσυριατσή.

 

 

 

Γλωσσάρι
1. Ως, 2. Ελπίδα της, 3. Θανάτωσαν, 4. Κακοποιός, 5. Ταχυδρομεία, 6. Τηλέγραφοι,7. Χάνι Αγιασώτικο, 8. Σαλβάρι, 9. Κουβέντα, 10. Τοπονύμιο του νεκροταφείου της Αγιάσου, μεταφ. Ως που να πεθάνω 11. Μέτρα, 12. Κήλη, 13. Χώνευε, 14. Ξεκίνησε, 15. Δεν υποφέρεστε, 16. Οι σύμμαχοι, 17. Κένωσε, άδειασε, 18. Άλλαξε, μεταμφιέστηκε, 19. Στην εκκλησία της Μεγαλόχαρης.

Related posts