Η Βασιλοπούλα και ο Κωνσταντής
Ο Χάρωντας αγόρασε ένα πηριβουλάκι.
Βάζει τους γέρους για κλαδιά και τις γριές για γλάστρες,
Βάζει τις νιές για λησμουνιές, τους νιούς για κυπαρίσσια,
Βάζει κι τα μικρά πηδιά απάνου, γι’ αηδουνάκια.
Κανένας δεν ημίληξη μόν’ μια βασιλοπούλα :
“Δε συ φουβούμη, Χάρωντα, κι ότι κι αν θέλεις κάνε,
Γιατί έχου σπίτια αψηλά κι άνδρα παλληκάρι !
Εχου κι αδέρφια δηκουχτώ, όλα για του πολέμου !
Έχου κι κύρη βασιλιά ούλου για να ξουδιάζει !”
Ο Χάρωντας σαν τ’ άκουσει πουλύ του κακουφάνει.
Μαύρου πουλάκι έγινει, στου παναθύρι ΄κάτσει,
Απ’ τα μαλλιά την άρπαξει, κι κάτου την χτυπούσει !
“Άφ΄ση μη, Χάρ΄απ’ τα μαλλιά, πιάσει μη απ’ του χέρι
Κι δείξει μου την τέντα σου, κι ΄γω πάγου μουνάχη…
Μάνα μ’ σαν έρτ’ ι Κουσταντής, μη του κακουμιλήξεις,
Στρώσει τραπέζι θλιβερό κι τα πισκήρια μαύρα,
Βάλε του κι γλυκό κρασί, να πιούν τα παλληκάρια,
Να πιούν να ξηβραχνιάσουνει, να τραγουδούν καθάρια…”.
Να Κουσταντής κι έρχητει μη χίλια παλληκάρια,
Μη τητρακόσα όργαλα, μη χίλια δυό λαγούτα !
“Σταθείτει σεις βρε όργαλα, κι σεις βρε παλληκάρια !
Σταυρός είνι στη πόρτα μου…κρηββάτι στην αυλή μου !
Για πηθηρά μου πέθανει, για πηθηρά μου κείτει,
Για ‘που τα νικαδέρφια μου, σκουτώσανει κανένα !”
Καβάλληψει του μαύρου, στουν Άγιου Γιώργ’ παγαίνει.
Παίρνει τη στράτα του στρατί, στρατί του μουνουπάτι,
Κι του στρατί τουν έβγαλει’ μπρος σι καλουγηράκι.
—-Ώρα καλή καλόγηρα ! Ποιανού είνι του μνήμα ;
—-Της Λυγηρής της όμουρφης, του βασιλιά της κόρης,
Πού’ χει αδέρφια δηκουχτώ κι άντρα παλληκάρι !
Του χάρου απουκρίθηκη, ότι δε τουν φουβάτει !
—-Πηρηκαλώ, καλόγηρα, κάνη του πλειό μηγάλου
Κι απού δηξά, κι απού ζηρβά, άφση παναθυράκι,
Για να ηβγαίνει ι καημός, να μπαίνει τ΄αγηράκι,
Χρυσές αχτίδες νάρχουντει τη νύχτ’ απ’ του φηγγάρι.
Κι για ν’ ακούγου την αυγή τ’ αηδόνια, σαν λαλούνει…”
Χτυπήθηκε μια μαχηριά, στου τόπου τ’ απομένει !…
Μέσ’ ένα μνήμα βάλθηκαν, ση μιά προυσκηφαλάδα !…
Φύτρουσ’ εκείνη λησμουνιά, ηκείνους κυπαρίσσι.
Κάθα γιουρτή κι Κυριακή
Στ’σύφνουν τα δυό αδέλφια
κι λέγουν ! Καλημέρα…
Βασίλισσα, τα κύτταξει απού του παναθύρι,
Γυρίζει, λέγ’ του βασιλιά “Για κοίτα ‘κει συργιάνι !”
Κ’ εκείνους απουκρίθηκει “Μηγάλου σου εφάνει ; …δεν ηχαρήκαν ζουντανοί, χαίρουντη ‘πηθαμένοι”.