Ελληνικό Σαντούρι – Ιστορική αναδρομή
Του Δημήτρη Κοφτερού
Η ιστορία του οργάνου που παίζεται στον Ελλαδικό χώρο και φέρει το όνομα σαντούρι, ξεκινά με την αναφορά του Edward Daniel Clarke, ο οποίος επισκέφθηκε την Αθήνα το 1802. Στα Ταξίδια του σημειώνει ότι ” πολύ λίγοι Έλληνες ξέρουν κάπως να παίζουν σαντούρι”.
Από το 1802 μέχρι το 1870, δεν γίνεται καμιά αναφορά για το σαντούρι στην Ελλάδα. Ο κυριότερος λόγος, η προσπάθεια των Ελλήνων να αποτινάξουν τον Τουρκικό ζυγό.
Στην Αθήνα του δεύτερου ημίσεως του 19ου αιώνα, η παρουσία του σαντουριού γίνεται γνωστή από τα κείμενα των εφημερίδων της εποχής. Η εφημερίδα “Αλήθεια”, 3 Ιουλίου 1873, μας πληροφορεί για την ύπαρξη του πρώτου “καφέ σαντούρ”. Στην εφημερίδα “Εφημερίς” 17 Ιουνίου 1874 , ο αρθρογράφος μας πληροφορεί για γλέντι στην Ιερά οδό και τη συμμετοχή του σαντουριού στο μουσικό συγκρότημα. “Ιδού λοιπόν παίζουσιν εκλεκτόν τεμάχιον κατά τον διάσημον της Σμύρνης άλλοτε μουσικόν Μπενέταν. Ιδού τα δύο τοξάρια των δύο βιολίων συγχρόνως ανεβοκατεβαίνουν, το σαντούριον στενάζει υπό την ταχείαν και επανειλημμένην κρούσιν, το λαούτον αγωνίζεται…..”. Ο αρθρογράφος μας πληροφορεί ακόμα ότι το μουσικό συγκρότημα προέρχεται από τη Σμύρνη και ότι το όνομα του σαντουριέρη ήταν Κυριάκος Τσορβάς.
Από το καλοκαίρι του 1876 τα σαντούρια κατακτούν χώρους ψυχαγωγίας που βρίσκονται πλησιέστερα στο κέντρο της Αθήνας. “Εισβάλλουν στην έκθεση των Ολυμπίων του Ζαππείου, ενώ το φθινόπωρο ένα συγκρότημα από Κωνσταντινουπολίτες εγκαινιάζει το πρώτο προφανώς στεγασμένο στέκι ανατολίτικης μουσικής στην οδό Αθηνάς, κοντά στο Μοναστηράκι”
Η δεκαετία 1886-1896 είναι περίοδος μεγάλης ακμής για τα “καφέ αμάν¨. Καλλιτέχνες έρχονταν από τη Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη και το σαντούρι ήταν απαραίτητο όργανο του συγκροτήματός τους. Η “Νέα Εφημερίς” 27 Μαϊου 1889, γράφει: “Εν τω κήπω του Γερανίου… ο περίφημος Γιοβανίκας, το πρώτο βιολί της Ανατολής, με το απαραίτητο σαντούρι…εγκαινιάζουσι απόψε τας θελκτικάς συναυλίας…”.
Μέσα απ’ τα έντυπα των εφημερίδων της περιόδου 1874-1894, έγιναν γνωστοί οι παίκτες του σαντουριού, Κυριάκος Τσορβάς (1874), η Ειρήνη (1879), ο αδελφός του βιολιτζή Ρόμπου, Γιωργής (1886), ο Λάμπης (1892) και ο Χιώτης (1894).
Το σαντούρι, απ’ τις αρχές της δεκαετίας 1880 παιζόταν και σε κέντρα διασκέδασης του Πειραιά.
Η εφημερίδα “Το Άστυ”, 10 Ιουλίου 1894, αναφέρεται στα υπαίθρια καφέ σαντούρ και την ύπαρξη σαντουριών στην πόλη της Αχαϊας, την Πάτρα. ” και το ποδοβολητόν της ορχηστρίδος, όταν χορεύη το θυμοειδές και άγριον τσάμικο και βαρούν δυνατά τα σαντούρια και τα βιολιά…”
Από το 1897, τα “μελίφθογγα σαντούρια” του παρελθόντος αρχίζουν να υποχωρούν προς τις εξοχικές παρυφές της Αθήνας και να ονομάζονται από τον τύπο “ανηλεή σαντούρια”. Η παρακμή των καφέ-σαντούρ και καφέ αμάν είναι γεγονός. Το σαντούρι τώρα παίζεται στα περίχωρα της Αθήνας όπως στους στύλους του Ολυμπίου Διός, στον κήπο του Βούξινου της Κολοκυνθούς κ.α.
Ο αρθρογράφος της αθηναϊκής εφημερίδας “Εφημερίς”, Βελλιανίτης (25-6-1894), μας πληροφορεί πως τον Ιούνιο του 1894 στα Τρίκαλα “τρία καφεωδεία , ου μακράν αλλήλων διέχυνον ποικίλους φθόγγους και κόσμος πολύς και ποικίλος εθεάτο υπώχροους Γερμανίδας ανεκρούσας πανάρχαια μελωδήματα …και ολίγον παρέκει ιερόδουλοι Ιταλίδες άδουσιν αγοραία άσματα … και ουχί μακράν Αρμενία τις υπό τους ήχους των σαντουρίων άδει”.
Οι πληροφορίες για το σαντούρι στη Νίσυρο ξεκινούν γύρω στα 1870 όταν ο Γιάννης Γιαννάκης του Παναγιώτη έφερε στο νησί το πρώτο βιολί και το πρώτο μικρό σαντούρι.
Στη Λέσβο, πρώτη αναφορά για το σαντούρι, εντοπίζεται στο βιβλίο του Γάλλου μηχανικού De Launay “Κοντά στους Έλληνες της Τουρκίας” (Παρίσι 1897). Στην περιγραφή των χορών της Κυριακής στην Αγία Παρασκευή, ζωντανεύει το γλέντι όπου “τρεις μουσικοί φτάνουν στη σειρά παίζοντας. Ο πρώτος ένα μαντολίνο που λέγεται λαγούτο, ο δεύτερος ένα όργανο με τεντωμένες χορδές που το χτυπούν με δυο σφυράκια, το σαντούρι, και ο τρίτος ένα βιολί”.
Στη Σμύρνη ιδρύθηκε το 1878 το «ΟΡΓΑΝΟΠΟΙΕΙΟΝ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΟΠΩΛΕΙΟΝ» του ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ ΚΑΡΑΓΕΩΡΓΙΟΥ, όπου κατασκευάζονταν σαντούρια με δώδεκα μπάσους και δώδεκα πρίμους καβαλάρηδες και τα κούρδιζαν χρωματικά. Το σαντούρι του Χιώτη σαντουριέρη Φλωρίδη Δημητρίου και του Ελληνοαμερικάνου Γιάννη Ρούσσου, έχουν κατασκευαστεί στο οργανοποιείο του Καραγεωργίου.
Η ιστορία του Ελληνικού σαντουριού συνεχίζεται στην στην Αμερικανική Ήπειρο, Η μετανάστευση ξεκίνησε στα τέλη του 19ου αιώνα και κορυφώθηκε την εικοσαετία 1900-1920.
Οι μεγαλύτεροι οικισμοί προσφύγων δημηουργήθηκαν στη Νέα Υόρκη και το Σικάγο, αλλά οι Έλληνες κινήθηκαν και προς άλλες πόλεις και κωμοπόλεις των Ηνωμένων Πολιτειών.
Οι Έλληνες μουσικοί που μετανάστευσαν στην Αμερική, έφεραν μαζί τους τις μουσικές της ιδιαίτερης τους πατρίδας και τα μουσικά τους όργανα (λύρα, σαντούρι, τσαμπούνα κ.α.). Η εποχή της μετανάστευσης των Ελλήνων, συνέπεσε με τη δημοτικότητα που είχε το σαντούρι και η μουσική (σμυρνέικη, νησιώτικη και στεριανή) που παιζόταν σε γάμους και ταβέρνες των αμερικανικών πόλεων. Στις αναρίθμητες ηχογραφήσεις που έκαναν οι Έλληνες μουσικοί στη Νέα Υόρκη και το Σικάγο μεταξύ 1917 – 1940 λαμβάνει μέρος έστω και στοιχειωδώς, το σαντούρι.
Σημαντικές πληροφορίες για τους Έλληνες παίκτες του σαντουριού και του κύμβαλου στην Αμερική, μου παραχώρησε ο παγκοσμίου φήμης Ελληνοαμερικανός εθνομουσικολόγος και σαντουριέρης – κυμβαίστας, Σωτήρης (Sam) Τσιάνης. Στο άρθρο του «Επιβίωση της Ελληνικής δημοτικής μουσικής στη Νέα Υόρκη», ο κύριος Τσιάνης, αναφέρεται στους Έλληνες μετανάστες μουσικούς «που ξεχώρισαν ως πρωτοπόροι της ελληνικής δημοτικής μουσικής στην Αμερική…»
Σύμφωνα με το δημοσίευμα σπουδαίοι σαντουριέρηδες ή κυμβαλίστες υπήρξαν οι:
- Λάμπρος ή Λάμπης Θεολόγος. Καταγόταν απ’ τη Σμύρνη και έπαιζε σαντούρι
- Παναγιώτης Κονσούρος ή «Μυτιληνιός» από τη Μυτιλήνη.
- Ανδρέας Εμμανουήλ Βεντέλης, 1893-1960, φημισμένος επαγγελματίας σαντουριέρης προτού φύγει ακόμα απ’ την πατρίδα του, τη Μ. Ασία..
- Θεόδωρος Σμυρνής, καταγόταν απ’ την Πελοπόνησο, έπαιζε σαντούρι και πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του παίζοντας στη περιοχή του Σικάγου.
- Φράνκ Γκαζής, άφθαστος καλλιτέχνης στο κύμβαλο..
- Εμμανουήλ Ζερβέλης. «…Άλλος ένας εξαιρετικός κυμβαλίστας από τη Μυτιλήνη…».
- Σπύρος Κωνσταντίνου Στάμου Γεννήθηκε στη Λειβαδιά γύρω στα 1900. Στα 1913, καταξιωμένος δεξιοτέχνης του σαντουριού, ξεκίνησε με τον πατέρα του και τον αδελφό του για την Αμερική. Εγκαταστάθηκαν στο Σικάγο και γνωρίστηκε με τον θρυλικό Έλληνα βιολιστή Γεώργιο Γράτσια.
- Ιωάννης Σφοντιλιάς. Ήρθε από το Βόλο, έπαιζε σαντούρι
- Δημήτριος Κορδούλης. Ήταν από την Κόρινθο, έπαιζε σαντούρι και λαούτο.
- Ηλίας Μέγας, έπαιζε σαντούρι και ήταν ανεψιός του Γεωργίου Μέγα που έπαιζε κλαρίνο. Καταγόταν απ’ τη Λειβαδιά..
- Σωτήρης Τσιάνης (Sam Chianis) (φωτ.5)Γεννήθηκε στη Σάντα Μπάρμπαρα της Καλιφόρνια το 1926 από γονείς Έλληνες μετανάστες. Άρχισε να παίζει σαντούρι σε νεαρή ηλικία και αργότερα σπούδασε κύμβαλο κοντά στο διακεκριμένο Έλληνα σολίστα Σπύρο Στάμου.
Απ’ τις ηχογραφήσεις που έγιναν στην Αμερική γνωρίσαμε το κυμβαλίστα Κώστα Παπαγκίκα σύζυγο της γνωστής τραγουδίστριας Μαρίκας Παπαγκίκα, το Στέλιο Μελά, το Κώστα Καστρουνή, το Λούη Ράσια, το Νίκο Ζαχάρη (σαντούρι) ,το Δημ. Χατζηθέου (κύμβαλο), το Γιώργο Χατζίλης (Χατζέλλη), και το Πάνος (Παύλος;) Λυμπέρης (τσίμπαλο).
Απ’ τους νεότερους σαντουριέρηδες της Αμερικής είναι ο Γιάννης Ρούσος.
Ανάμεσα στους κατασκευαστές σαντουριών της Αμερικής, αναφαίρεται το όνομα του Στράτου Βατσαρδή του Γεώργιο Γράτσια και του Αναστάσιου Σταθόπουλου (1863-1915).
Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, 1922, όσοι Έλληνες έφθασαν στην Ελλάδα, δεν αποχωρίστηκαν τη μουσική τους παράδοση κι έτσι εξακολουθούν να γλεντούν με τα σαντουρόβιολα.
Με τον ερχομό των προσφύγων, η Αθήνα και ο Πειραιάς, αναπτύχθηκαν σε μεγάλα αστικά κέντρα. Στα καφέ Αμάν και καφέ Σαντάν, το σαντούρι ήταν βασικό όργανο της κομπανίας. Νέα εποχή λοιπόν αρχίζει για το μελίφθογγο σαντούρι.
Από τους ονομαστότερους παίκτες του οργάνου ήταν ο Γιάννης Ζαφειρόπουλος, ο Ερμόλαος Κόνσολας, ο Ευάγγελος Σαλάβαρης, δάσκαλος του Ζαφειρόπουλου και του Κόνσολα, καθώς και ο κυμβαλίστας Εμμανουήλ Χρυσαφάκης, πρόεδρος του συλλόγου των μουσικών από το 1928 ως το 1957.
Η ανάπτυξη για το μελίφθογγο σαντούρι θα κρατήσει ως τη δεκαετία του 1950. Σιγά-σιγά οδηγείται στο περιθώριο όχι όμως και στον αφανισμό. Οι κυριότεροι λόγοι που περιόρισαν την εξέλιξη του είναι:
- Η μετακίνηση του αγροτικού πληθυσμού προς τα αστικά κέντρα και κυρίως στο εξωτερικό (μετανάστευση)
- Η καθιέρωση του ρεμπέτικου και λαϊκού τραγουδιού και δια μέσου αυτών καθιερώθηκε το μπουζούκι
- Η εισβολή του ραδιοφώνου και του γραμμοφώνου
- Η χρησιμοποίηση ηλεκτρικών και ηλεκτρονικών οργάνων και κυρίως
- Η αδιαφορία του επίσημου κράτους και η έλλειψη κρατικής σχολής λαϊκών μουσικών οργάνων.
Παρά τις τεχνικές και εκφραστικές του δυνατότητες, το σαντούρι εξακολουθεί να παίζεται, σε περιορισμένη κλίμακα, στις αγροτικές περιοχές αλλά και στα αστικά κέντρα.
Είναι βασικό όργανο στα συγκροτήματα παρουσίασης παραδοσιακών χορών (Λύκειο Ελληνίδων, Δόρα Στράτου, Δημόγλου κλπ). Χρησιμοποιήθηκε απ’ τους μεγάλους Έλληνες συνθέτες (Μ. Χατζιδάκη, Μ. Θεοδωράκη, Γ. Μαρκόπουλο κ. α) στο έντεχνο λαϊκό τραγούδι και γράφτηκε ένα κοντσέρτο για σαντούρι από το συνθέτη Ηλία Ανδριόπουλο με σολίστ τον Αριστείδη Μόσχο και ένα κοντσερτίνο για σαντούρι από το συνθέτη Δημήτρη Δραγατάκη με σολίστ τον Τάσο Διακογιώργη.
Ακόμα χρησιμοποιήθηκε για ηχητικά εφφέ σε ντοκυμαντέρ και κινηματογραφικές ταινίες.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1970, παρουσιάζεται απ’ την τηλεόραση σε προγράμματα παραδοσιακής μουσικής.
Το 1985 ιδρύεται το «ΛΑΪΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ» από το σαντουριέρη Αριστείδη Μόσχο.
Το 1987 ο Τάσος Διακογιώργης διδάσκει σαντούρι και διευθύνει το «ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ ΕΘΝΙΚΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΔΗΜΟΥ ΡΟΔΟΥ».
Από το 1993 το σαντούρι διδάσκεται στα Δημόσια μουσικά σχολεία και από το 2001-2003 στο ΕΘΝΙΚΟ ΩΔΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ.
Το σαντούρι προηγήθηκε του κύμβαλου. Πολλοί Έλληνες σαντουριέρηδες, τόσο στον ελλαδικό χώρο όσο και στην Αμερική, (Γκαραβέλης, Τσιάνης, Καρατάσος, Χατζέλης, Στάμου κ.α.) αντικατέστησαν το σαντούρι με το κύμβαλο. Απ’ το 1802 μέχρι σήμερα, η ιστορία του Ελληνικού σαντουριού μετρά πάνω από διακόσια χρόνια.
Πληροφορίες Δ.Β.ΚΟΦΤΕΡΟΣ
Μυτιλήνη 11 Ιουνίου 2014