Η παραδοσιακή φορεσιά της Λέσβου
Η παραδοσιακή φορεσιά είναι είδος λαϊκής δημιουργίας και έκφρασης. Οι άμεσες ανάγκες του ανθρώπου να ντυθεί, πρακτικές και αισθητικές, σε μία εποχή που δεν υπάρχει η οικουμενικότητα του συρμού, διαμορφώνονται ανάλογα με τις ιστορικές επιδράσεις, τις συνθήκες διαβίωσης και την προσωπική και κοινωνική ταυτότητα του ατόμου. Αυτά επηρεάζουν και καθορίζουν την ενδυμασία και συγχρόνως δημιουργούν τις ποικιλίες στη μορφή και στο είδος της.
Η ΑΝΤΡΙΚΗ ΦΟΡΕΣΙΑ
Χαρακτηριστικό συστατικό στοιχείο της αντρικής φορεσιάς στη Λέσβο είναι η βράκα. Είναι κατασκευασμένη από χοντρό ή λεπτό υφαντό ύφασμα ανάλογα με τη χρήση (καθημερινή ή εορταστική) και με την εποχή (χειμώνας, καλοκαίρι). Η βράκα – πάντα μαύρου χρώματος – έχει άνοιγμα περίπου 2 μέτρα και στερεώνεται στη μέση με τη βρακοζώνη, που είναι ένα κορδόνι πλεγμένο στο χέρι. Ένα μαύρο υφαντό ζωνάρι μήκους από 3-5 μέτρα και πλάτους περίπου μισού μέτρου συγκρατεί τη βράκα. Η ανδρική ενδυμασία συμπληρώνεται με λευκό πουκάμισο, μαύρο γιλέκο, σταυρωτό με λοξό κούμπωμα, σκούρες κάλτσες, μάλλινες ή λινές, μαύρη κατσούλα στο κεφάλι και μαύρα υποδήματα. Τα παπούτσια χαρακτηρίζονται ως παντόφλες με σηκωμένη τη μύτη και είναι ιδιαίτερα βαριά. Αγαπημένο αξεσουάρ των ανδρών από τη Λέσβο είναι μέχρι και σήμερα το κομπολόι. Χορεύουν συχνά κρατώντας το, ενώ όταν δεν το κρατούν, είτε το περνούν στον καρπό, είτε το κρεμούν στο ζωνάρι.
Η ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΦΟΡΕΣΙΑ
Από ιστορικές μαρτυρίες και προικοσύμφωνα, τη βάση της γυναικείας φορεσιάς, πριν τον 18ο αιώνα, αποτελούσε το «φουστάνι». Το φουστάνι είναι μακριά ίσια φούστα που εφαρμόζει στη μέση ή ανεβαίνει υψηλότερα και πιθανόν στηρίζεται στους ώμους με τιράντες ή φέρει προσραμμένο μικρό χωρίς μανίκια μπούστο, με μεγάλο άνοιγμα στο στήθος, το οποίο καλύπτεται από το «στηθόπανο». Το είδος της ενδυμασίας αυτής συμπληρωνόταν από το πουκάμισο λευκό κεντημένο ή διακοσμημένο με δαντέλλα στο άνοιγμα του λαιμού και κάτω στο μανίκι. Έμπαινε μέσα στη φούστα και συχνά συνοδευόταν από ζωνάρι, που τύλιγε τη μέση και άφηνε μπροστά να κρέμονται οι δύο κεντημένες άκρες. Σαν συμπλήρωμα έφερε το γιλέκι που φοριόταν όπως το «καμιτζόρι». Το «αντερί» ήταν εξωτερικό είδος φορέματος, το καλοκαίρι φοριόταν με φουστάνι ανοιχτό προς τα εμπρός ενώ το χειμώνα ήταν ο επενδύτης που ποίκιλε σε μάκρος. Το μαντήλι «ποσί» ήταν σαν είδος καλύπτρας, σαν μεταξωτή εσάρπα ή είδος μπόλιας. Τα «προμάνικα» ήταν πρόσθετα μανίκια ή τμήμα μανικιών, κατάλοιπο πιθανώς της Βυζαντινής παράδοσης.
Το σαλβάρι είναι το πιο χαρακτηριστικό ένδυμα της λεσβιακής γυναικείας φορεσιάς. Λέγεται και «βράκα» ή «βρακί» και αποτελεί το κύριο στοιχείο στη καθημερινή και γιορτινή φορεσιά της «βρακούσας», όπως λέγεται η γυναίκα που το φορεί, από την προεφηβική ηλικία μέχρι το τέλος της ζωής της.
Το σαλβάρι διατηρήθηκε ως τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, αλλά δεν είναι γνωστό πότε πρωτοεμφανίστηκε. Φαίνεται ότι σχετίζεται με την Ανατολή, στα νησιά του Μαρμαρά και σ’ όλη τη βορειοδυτική Μικρά Ασία, η παλιά ενδυμασία των γυναικών ήταν το σαλβάρι, τα βρακιά, όπως λέγονταν, με μικρές παραλλαγές που έδιναν το γνώρισμα της κάθε περιοχής.Γενικά στο νησί επικρατούσαν δύο τύποι σαλβαριού το «ίσιο» και το «σκαλωτό».Τα πλωμαρίτικα βρακιά είχαν τη προσθήκη της «κλαπάτσας». Έτσι ονομάζονταν τα δύο ξέχωρα τμήματα του βρακιού, που ράβονταν στα πλάγια του στο κάτω μέρους και σχημάτιζαν τα δύο καλαμοβράκια. Χαρακτηριστικό του είναι ο αυξημένος όγκος της βράκας με δύο, τρία ή και περισσότερα βρακιά, όμοια ή μικρότερα σε μέγεθος από το εξωτερικό«Η θειά μ’ η Αμιρσούδα τρία βρατσά φορεί, ώσπου να βγάλει το’ να τ’ άλλα τα κατουρεί».
Η συμμετρική τακτοποίηση των πτυχών της βράκας γινόταν με σχολαστική ακρίβεια, φιλαρέσκεια απαραίτητη για το αρμονικό ζυγισμά της. Τα πρόσθετα βρακιά, που αύξαιναν τον όγκο της έδιναν πλαστικότητα στη φόρμα της και χάρη στο περπάτημα με την κυματιστή κίνηση βάρκας.Τα υφάσματα που χρησιμοποιούσαν ήταν τα μάλλινα και μεταξωτά για τα γιορτινά σαλβάρια και το υφαντό, με ζεστά ζωηρά χρώματα και ποικίλες συνθέσεις, του σπιτικού αργαλειού για τα καθημερινά.
Το σαλβάρι συμπληρωνόταν από τα «μπλουζάκια» ή τις πολύχρωμες «καζάκες» με τα φουσκωτά μανίκια στους ώμους και την εφαρμοστή μέση, που τόνιζαν τη φυσική διάπλαση του γυναικείου κορμιού.
Το κεφαλοδέσι, το «τσεμπέρι», μονόχρωμο ή λευκό ή σταμπωτό, χαρακτηριστικό για κάθε ηλικία, παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία στη μορφή και στο σχήμα του.
Στην ενδυμασία της πόλης της Μυτιλήνης και των περιχώρων της, στο βόρειο και βορειοανατολικό τμήμα του νησιού, (Μόλυβος, Άντισσα, Ανεμώτια, Μεσότοπος) επικράτησε κυρίως το φουστάνι ή «φστάν» ή «φστάνα». Είναι φούστα με σούρες ή πυκνές και λεπτές ατσάκιστες πιέτες που στηρίζεται στη μέση με ζωνάκι. Για εσώρουχο έχει μεγάλα τετράφυλλα μισοφόρια, στολισμένα με κεντήματα, που κρατούν το φουστάνι όσο γίνεται πιο φουσκωτό.Το πανωκόρμι, το πουκάμισο «πκαμσέλ» ή «μπουστέλ» είναι τα εσώρουχα της νεότερης φορεσιάς. Η φορεσιά συμπληρώνεται από το «καμιζόρι» ή το «λιμπαντέ», ενώ το χειμώνα έχει το «κοντογούνι» ή τη μακρύτερη «γούνα». Συνηθίζονταν επίσης οι «ζακέτες» βελούδινες, μάλλινες ή μεταξωτές, χωρίς γιακά που κουμπώνουν μπροστά ως το λαιμό.
Στη μέση για ζώνη δένεται το υφαντό ζωνάρι και σε κάποιες περιοχές όπως ο Μόλυβος ένας τσεβρές κεντημένος, που οι κεντημένες άκρες του πέφτουν πάνω στη φούστα. Στο κεφάλι φοριέται το τσεμπέρι ή το «τεπεδάκι», που είναι μικρό, στρογγυλό κάλυμμα, κεντημένο με χρυσά σιρίτια. Στις γιορτινές μέρες μπορεί να φορούσαν και ένα μικρό κόκκινο βελούδινο τεπέ που πιανόταν με βελόνες στη κορυφή του κεφαλιού και είχε στο γύρο του μία ή δύο σειρές «φλουρέλλια».
Οι κάλτσες ήταν προϊόν οικοτεχνίας και ήταν βαμβακερές μονόχρωμες ή με σχέδια και το χειμώνα μάλλινες. Τα καθημερινά υποδήματα ήταν τα τσόκαρα ή αλλιώς «κτσόφτερνα» ή «τσοκαρίνες» από χοντρό μονοκόμματο ξύλο βελανιδιάς, που έφτιαχναν οι ίδιες οι γυναίκες από ύφασμα ή από λεπτό δέρμα. Υπήρχαν και τα «καριγλέλια» που είχαν δύο τακούνια ένα στη φτέρνα και ένα στη μύτη. Ονομάστηκαν έτσι γιατί στην εμφάνιση θυμίζουν σκαμνί καριγλέλια: καρεκλίτσες.
Τα πολυτελή γυναικεία υποδήματα ήταν τα «βιδέλα» από πολυτελές μαύρο λεπτό δέρμα με φιόγκο από κορδέλα ή με γλώσσα. Κοσμήματα και κεντήματα συμπληρώνουν τη φορεσιά. Ως διακοσμητικά στοιχεία της διαμορφώνονται από την εθιμική και αισθητική παράδοση του τόπου, δένουν με το τύπο της φορεσιάς και ακολουθούν την εξέλιξή της. [Από το βιβλίο της Μ. Αναγνωστοπούλου, πηγή, ellinwnparadosi.blogspot.gr]