Το τελευταίο πηγάδι (Μέρος Α’)
Μέρος Α’
Του Παναγιώτη Αγιακάτσικα
Ο πατέρας μου μετά το σπίτι μας που αγόρασε στο Σκόπελο, το μεγαλύτερό του όνειρο ήταν να αποκτήσει ένα λιόκτημα, ένα «πράμα», να το καλλιεργεί και να μαζεύει τις δικές του ελιές, να έχει ένα εισόδημα από κει, να έχει το δικό του κουμάντο. Μια ζωή από τα μικράτα του ήταν εργάτης, όπως και ο περισσότερος κόσμος στο χωριό, όλη μέρα ήταν στα πράματα, να ξύνει, να ραβδίζει, να μαζεύει, να κλαδεύει, αλλά και να χτυπάει κασμά για άλλους, να καίει ασβεστοκάμινα, να φτιάχνει πεζούλες, ως και σε τράτα τα καλοκαίρια για να βγει το μεροκάματο και το τελευταίο που έζησα μαζί ένα ξυλοκάμινο στον Άγιο Γιώργη στα Φαρά. Με ένα δάνειο και με τα μετρημένα χρήματα της μετανάστευσης από την Αυστραλία κατάφερε και αγόρασε ένα κτήμα σε βουνοπλαγιά στο «Καλάμι» δεκαπέντε μοδιό, περιοχή που είναι ακριβώς στη δεύτερη μεγάλη στροφή, πριν βγεις στον ίσιο δρόμο του Ταρτιού. Η εποχή που το αγόρασε ήταν περίπου το 1970, και από το χωριό πήγαινε σε αυτό στο χωματόδρομο με ένα τρίκυκλο ζούνταπ. Το πρόσεχε, το καλλιεργούσε, το φρόντιζε πάρα πολύ, με έπαιρνε μαζί και το μαζεύαμε. Είχε και ένα παμπάλαιο ντάμι, είχαμε μείνει μερικά βράδια.
Με αυτό όμως το λιόκτημα που είχε, ήταν αδύνατο να ζήσεις, μιας και οι ελιές του ήταν σχετικά μετρημένες και η παραγωγή κάθε 3-4 χρόνια. Μετά από μια πρόσκληση από ένα θείο μου εργολάβο που καταγόταν από την Αγία Παρασκευή, βρέθηκε από το Σίδνεϋ που ήταν το μέρος που έμενε με τους περισσότερους συγγενείς μας, να είναι χιλιόμετρα μακριά στο άλλο άκρο της Αυστραλίας στο Ντάργουιν. Δούλευε σ’αυτόν, αλλά συνέβη τότε στη πόλη εκείνη να γίνει ένας μεγάλος τροπικός κυκλώνας – καλοκαίρι εκεί -, και να την ισοπεδώσει εντελώς. Αυτό έγινε στις 20 Δεκεμβρίου του 1974. Μάθαμε από το ραδιόφωνο την είδηση και όλοι μας είχαμε χολοσκάσει πως είναι ο πατέρας μας, καθώς δεν γνωρίζαμε καθόλου για την τύχη του ή και για τους συγγενείς μας εκεί. Τελικά μας πήρε μερικές μέρες μετά και μάθαμε πως ήταν σώος.
Με τη καταστροφή της πόλης ο θείος μου ανέλαβε πολλές δουλειές, έγινε αρκετά πλούσιος, μαζί κι ο πατέρας μου, έβγαλε καλό μεροκάματο. Όμως το μυαλό του ήταν πάλι στα κτήματα και στο Τάρτι, δεν πέρασε καιρός και νάτος πάλι, προς χαρά μας, ήρθε πίσω. Ερχόταν και έφευγε μόλις έβρισκε τα σκούρα με τα χρήματα. Τότε πουλιόταν δύο τρία κτήματα, ένα στο δρόμο επάνω το κτήμα σήμερα του Ασμάνη και ένα άλλο στη θάλασσα σήμερα στο κτήμα του Γιάννοπουλου με ελαιόκτημα και καλό μπαχτσέ. Τα χρήματα δεν ήταν αρκετά και δεν ήθελε να ρισκάρει με άλλο δάνειο, οπότε κατέληξε να πάρει το σημερινό κτήμα του Μοσχόβη, το οποίο ήταν δύο ενωμένα παλιά Οθωμανικά κτήματα. Σχετικά μικρό και αυτό δεκαπέντε μοδιό, ήταν επάνω στο δρόμο με αρκετό ίσιωμα, βολικό και με ένα ντάμι.
Το επόμενο καλοκαίρι βρεθήκαμε να σνοπαίρνουμε σε αυτό, ασβεστωμένο, γεμάτο ποντίκια να αραδίζουν μέσα και στα καλαμένια ταβάνια, τα φίδια να χαρχαλεύουν και να τα κυνηγάνε. Νερό δεν είχε και το κουβαλάγαμε, ο ηλεκτρισμός δεν είχε έρθει στο Τάρτι, και τηλέφωνο ένα μόνο στο γιαλό, στου Μαμάκου το καφενείο και παντοπωλείο. Όπως έλεγε το νερό είναι ζωή, και χωρίς αυτό το λιόκτημα δεν είχε ζωή αν δεν είχε νερό. Έτσι το σχέδιο ήταν να ανοίξει ένα πηγάδι. Μικρότερος όταν ήταν είχε ανοίξει τρία πηγάδια στο Τάρτι, του παππού μου Στρατή Στεφανή, της θείας Βασιλικής Λιγηρού, το πηγάδι του Γιώργου Ψώμου, αδερφός της γιαγιά μου της Αφροδίτης και ένα άλλο της Ελενίτσας, αυτά ήταν χωρίς μαγγανοπήγαδα.
Τα πηγάδια εκεί είχαν ένα βάθος επτά μέτρα, και με τη πείρα που είχε, σκέφτηκε να ανοίξει ένα στο καινούργιο κτήμα. Κάτω στο Τάρτι όλοι οι παλιοί μπαχτσέδες είχαν και από ένα πηγάδι, ανέβαζαν νερό και γέμιζαν τις χαβούζες και πότιζαν τα κηπευτικά και τα δεντρέλια. Τα έβλεπα και τα θυμάμαι όλα τα μαγγανοπήγαδα να λειτουργούν να χαλάνε τον κόσμο με το μονότονο ήχο τους, με το γάιδαρο να γυρίζει, στου «Μπουκωτή», στου «Τζιμ», του «Μαμάκου» και των άλλων. Ο παππούς μου ο Σαράντος με έβαζε να προσέχω το γάιδαρο να γυρνάει στο μπαχτσέ του «Τζίμ» που τον είχε πάρει με τα χρόνια.
Κάτω, κατάγιαλα, υπήρχαν άλλα δυο μικρά πηγάδια, τα οποία πρέπει να ήταν πολύ παλιά, καθώς φαίνεται εξυπηρετούσαν τα περαστικά καΐκια και βάρκες να πάρουν νερό. Το ένα ήταν στο κέντρο εκεί που κατεβαίνει το μονοπάτι, και σήμερα είναι σκεπασμένο σε ιδιόκτητο σπίτι με τσιμέντο. Το άλλο, κάτω από τον Άη Σαράντη αριστερά της ταβέρνας του Λιγηρού, έχει μολοθεί. Παλιότερα εκεί στο πανηγύρι, ερχόταν βάρκες από το Πλωμάρι, και το συγκρότημα των Μπουρλήδων έπαιζε μουσικές με σαντούρια και βιολιά και γλεντούσε ο κόσμος.
Πρέπει να είμαστε στο καλοκαίρι μετά την εισβολή της Κύπρου. Ο πατέρας μου δεν ξέρω που βρήκε αυτή τη σιγουριά, χωρίς να έχει παραμικρή ιδέα ή ένδειξη ότι θα έβρισκε νερό, ξεκίνησε να ανοίξει το πηγάδι, γιατί μόνο παραθαλάσσια και στο κάμπο έβρισκες στα σίγουρα νερό. Το εγχείρημα δεν ήταν τόσο απλό αλλά συνάμα και πολυδάπανο. Η διάμετρος του πηγαδιού έπρεπε να είναι δυόμισι μέτρα, και ο τοίχος έπρεπε όλος να επενδυθεί με πέτρα. Αν έβρισκε λογικά το νερό σε 7-8 μέτρα βάθος θα έβαζε μια βενζινοαντλία και όλα θα ήταν σύμφωνα με αυτά που είχε στο μυαλό του.
Το έργο άρχισε μόλις έκλεισαν τα σχολιά, δυο τρεις εργάτες ξεκίνησαν να σκάβουν, ενώ παράλληλα σε ένα άλλο κτήμα του «Τζιμ» που ήταν πιο πάνω από το δικό μας στο δρόμο στο «Καλάμι», ο πατέρας μου άρχισε να σπάει μαρμαρόπετρες για τις ανάγκες του πηγαδιού για να χτίζεται όταν πλέον θα έχει ανοιχτεί. Στήθηκε ένα μαγκάνι με σχοινί με δυο τρεις εργάτες επάνω για να ανεβοκατεβάζουν αυτούς που έσκαβαν, να ανεβάζουν τα χώματα σε ζεμπίλι, πολλές φορές κατέβαινα και εγώ περισσότερο από περιέργεια παρά να προσφέρω εργασία. Σε σχετικά μεγάλο βάθος βρήκαμε κάτι μικρά σπασμένα πήλινα αλλά δεν έδειχναν τίποτα τι να είναι. Το περισσότ
ερο καλοκαίρι πέρασε έτσι, αν και πήγαινα για κανένα μπάνιο και έβρισκα στους φίλους μου στη θάλασσα. Κανένα βράδυ κατεβαίναμε και με το π
ατέρα μου, για να πιει που κι ένα ούζο, και να κουβεντιάσει. Όλοι οι Ταρτιώτες και οι συγχωριανοί θα σταματούσαν για να δούνε από το έργο την εξέλιξή του και να κάνουν κουβέντα για αυτό, εξ άλλου αυτό ήταν το γεγονός που τραβούσε και το ενδιαφέρον.
Καθώς οι εργάτες σκάβανε και φθάσανε στα 7-8 μέτρα, όλοι περίμεναν να βρουν κάτι, αλλά το χώμα ήταν στεγνό, χωρίς κανένα ίχνος ότι υπήρχε νερό.
Με αμείωτες τις ελπίδες, συνέχισαν το σκάψιμο. Όσο έσκαβαν ένα, ένα τα μέ
τρα, πουθενά νερό. Με την αγωνία και την ταλαιπωρία να είναι συντροφιά, μετά από πολλές μέρες, το έδαφος άρχισε να γίνεται μαλακό και να διαφαίνεται ογρό και έτσι σε όλους ήρθε η χαρά και το χαμόγελο, και στα 13-14 μέτρα βρέθηκε το νερό. Εκεί που κοπάναγαν στα τυφλά και άρχισαν να απελπίζονται, όλοι ρίχτηκαν με περισσότερο πάθος στη δουλειά. Ο πατέρας μου όλο χαρά, όλο κερνούσε στο καφενείο του Λούπου και όλοι είχαν στα στόματά τους «Ο Μήτρος, βρήκε νερό, ο Μήτρος βρήκε νερό!!»
Σχεδόν μετά από ένα μήνα, καθώς βρήκαμε το νερό, οι εργάτες έσκαψαν όσο μπορούσαν περισσότερο μέσα στα λασπωμένα νερά και ολοκλήρωσαν τη φάση αυτή. Ο πατέρας μου μες το λιοπύρι, είχε σπάσει τόνους πέτρα, και ο «Αγγελής» την μετέφερε σε τριάντα αγώγια με το μικρό του φορτηγό. Απέξω από το πηγάδι από τη μία, ήταν στοίβες οι πέτρες και από την άλλη, ο όγκος με τα χώματα δεκατεσσάρων μέτρων που είχαν βγάλει. Αμέσως, άρχισε η αντίστροφη πορεία, το χτίσιμο. Κατέβαζαν τη πέτρα και ένας ειδικευμένος τεχνίτης, ο «Μπάρμπα Γιώργος», Γιώργος Ψωμάς, μαζί με το παππού μου Σαράντο, την τοποθετούσαν.
Όμως το αρχικό πλάνο του πηγαδιού έπρεπε να αλλάξει αναγκαστικά, αν ήθελαν να αντλήσουν νερό. Η βενζινοαντλία μπορούσε να αντλήσει νερό μόνο από 7-8 μέτρα βάθος, οπότε το πηγάδι έπρεπε να διαμορφωθεί με ένα παραπήγαδο με σκαλοπάτια, να κατεβαίνεις στα εφτά μέτρα, και τη μηχανή να είναι σε ένα «όροφο» από οριζόντια μαδέρια.
Όταν επιτέλους τελείωσε το όλο έργο, ο πατέρας μου ήταν πανευτυχής. Πλήρωσε με δανεικά τα μεροκάματα όλων αλλά, όπως αργότερα θα μου έλεγε, τα εργατικά και τα έξοδα του πηγαδιού βγήκαν περισσότερα απ’ ότι αγόρασε το όλο κτήμα!
Για να αντλήσεις όμως το νερό ήταν κάπως ανάποδο. Έπρεπε να κατέβεις τα σκαλιά να βάλεις μπρος το μοτέρ και αμέσως να βγεις από τις αναθυμιάσεις! Και το αντίθετο, να πάρεις βαθιά ανάσα να κατέβεις και να σβήσεις τη μηχανή. Μετά έβαλαν ένα σύστημα που τράβαγες ένα σπάγκο από πάνω και έσβηνε η μηχανή χωρίς να τρως όλο το καυσαέριο της μηχανής.
Φώναξε το γείτονά του τον «Ινκόλα του Μακρή» Νίκο Μακρή που έκανε μικροδουλειές και δίπλα στο ντάμι μας έφτιαξε μια μικρή χαβούζα για να έχει νερό και να ποτίζει το μπαχτσεδί του με ντομάτες και όλα τα ζαρζαβατικά.
Γύρω από το πηγάδι και στο ντάμι έβαλε μικρά δεντρέλια, κλήματα, απιδιές και τα πότιζε με γκαζοτενεκέδες που ήταν μακριά από το νερό, πράγμα που ανέλαβα κατ’ εντολή του να κάνω πολλές φορές το επόμενο καλοκαίρι και καθώς έπρεπε να πληρωθούν οι εργάτες τα μάζεψε και έφυγε πάλι σχεδόν αμέσως στην Αυστραλία.
Ένα άλλος φίλος και γείτονας με το πατέρα μου ήταν ο Δημήτρης Βουνάτσος, που είχε ένα ντάμι στη στροφή πριν βγεις στην ευθεία για το Τάρτι, με διπλανά κτήματα, του Παναγιώτη Κουκάρα απ’ το Τρίγωνα, και του Γιώργου Μπάνη απ’το Παπάδο θείος μου, παντρεμένος με την αδερφή της γιαγιάς μου Αφροδίτης, που σκοτώθηκε με μηχανάκι τα επόμενα χρόνια. Ο κυρ Δημητρός, τότε που τον θυμάμαι, είχε κάνει το ντάμι του που είναι και σήμερα επάνω στο δρόμο, καφενείο ένα χειμώνα, και πηγαίναμε για να φάμε κανένα γλυκό του κουταλιού με τον αδερφό μου και το ξάδερφό μου Γιάννη.
Ο πατέρας μου όταν ξαναέφυγε για την Αυστραλία, του έδωσε την άδεια να παίρνει νερό, και αν ήθελε μπορούσε εκεί να βάζει παραδίπλα μπαχτσαβανικά. Μια μέρα μάθαμε ότι τον βρήκαν πεθαμένο δίπλα στη μηχανή στο πηγάδι.