Του Στρατέλ’- Μια μικρή Πρωτοχρονιάτικη ιστορία που συνέβη στο Σκόπελο
Ο Στρατής είχε όμορφα γαλανά μάτια, ήταν μικρόσωμος και δεν είχε το χαμόγελο ποτέ στα χείλη του, αλλά πέρα από αυτά ήταν πάντα άνιφτος, άπλυτος, μές τη γάζα. Τα ρούχα του τα ίδια και αυτά, παλιά ξεφτισμένα μπαλωμένα. Τα παπούτσια του, τρύπια, θέλανε κι αυτά μπάλωμα. Λίγα ήταν τα παιδιά που είχε φίλους, τον απόφευγαν, ήταν από τη λεγόμενη οικογένεια “παρακατιανών”, ακόμη και οι φτωχοί τους απέφευγαν. Είχε μια μικρότερη όμορφη αδερφούλα και η μάνα του μόλις είχε ξαναγεννήσει. Στα χέρια του σχεδόν ποτέ δεν είχε χρήματα να πάρει μια καραμέλα ή κάτι. Οι γονείς του δεν ξέρω πως τα βγάζανε πέρα, αλλά που και που δέχονταν και καμιά βοήθεια από τους συγχωριανούς. Είχε μείνει στην ίδια τάξη όπως και μερικά άλλα παιδιά και έτσι τον γνώρισα, κάναμε παρέα, παίζαμε αμπάριζα, ή ποδόσφαιρο στον πίσω αύλειο χώρο του σχολείου. Στο σχολείο δεν είχε ποτέ χρήματα για να πάρει ένα σιμίτι και άμα κανένα άλλο παιδί φιλοτιμούταν του έδινε να κομμάτι να φάει. Στη τάξη μέσα δεν ήξερε τι θα πει διάβασμα. Κάποια στιγμή ο δάσκαλος τον ρωτούσε πού ήταν η αντιγραφή και η ορθογραφία που έπρεπε να κάνει, και εκείνος δεν είχε ιδέα. Την επομένη έγινε το ίδιο, αλλά ο δάσκαλος του τράβηξε το αυτί περιμένοντας την επ’αύριο να έρθει διαβασμένος. Την επομένη ούτε αυτό συνέβη, οπότε του ζήτησε να ανοίξει το χέρι του και μπροστά σε όλους, άρχισε να τον χτυπάει με τη βίτσα. Και ξανά την επομένη συνέβη το ίδιο, ο δάσκαλος πιο εξαγριωμένος του τράβηξε το αυτί τον έδωσε παντού με τη βίτσα, κι αυτός έκλαιγε παθητικά απαρηγόρητος. Όλη η τάξη απλά κοιτούσε, μη ξέροντας τι να πει με όλο αυτό το σκηνικό. Εγώ ενδόμυχα έλεγα καλά που δεν τις τρώω εγώ, αλλά από αυτό μίσησα όλους τους δασκάλους, τους σχολείου που λίγο ή πολύ είχαν παρόμοια συμπεριφορά στα παιδιά και λυπήθηκα αφάνταστα το Στρατή.
Μια φορά συνέβη να φάω και εγώ μπόλικο ξύλο. Καθώς παίζαμε με έναν αδερφικό φίλο κυνηγητό, αυτός σκουντούφλησε και έπεσε χάμω, χτύπησε το γόνατο, θύμωσε και πήγε στο διευθυντή, και εκείνος χωρίς να ρωτήσει μου είπε να ανοίξω τα χέρια και μου έδωσε αρκετές ξυλιές και μετά μου έδωσε αρκετές και στα πόδια. Έφυγα κλαίγοντας, παρόλα αυτά στο φίλο μου δεν κράτησα κακία.
Μετά από αυτό που έκανε ο δάσκαλος στο Στρατή, αποφάσισα να τον φωνάξω στο επόμενο διάλειμμα για να κάνουνε μαζί την αντιγραφή, την ορθογραφία, και διάβασμα κειμένου, στην αριθμητική τα κατάφερνε λίγο. Έτσι την επομένη ο δάσκαλος δεν χρησιμοποίησε τη βίτσα, αφού μάλλον ο Στρατής συνετίστηκε. Εγώ προσπαθούσα να καταλάβω με το τόσο ξύλο που έφαγε γιατί δεν καθόταν να κάνει τις εργασίες μα δεν κατάλαβα ποτέ, ίσως να παραιτήθηκε από αυτό που λέμε σχολείο, δεν ξέρω. Δεν κατάλαβα και ποτέ γιατί και ο δάσκαλος δεν πήρε το Στρατή να κάνει όσα του ζήτησε σε κάποια άλλη ώρα μέσα στο σχολείο. Μετά από όλο αυτό κανόνισα και έβαλα το Στρατή δίπλα μου στο θρανίο να τον βοηθώ όπως όπως. Δεν ήμουν δα και μαθητής του δέκα, ούτε έπαιρνα συνεχώς επαίνους όπως άλλα παιδιά της τάξης, αλλά ούτε και ο τελευταίος. Κάθε πρωί είχαμε τη συνήθεια με τα άλλα παιδιά να πηγαίνουμε νωρίτερα στο σχολείο για να παίξουμε μπάλα, αντί γι’ αυτό εγώ έπαιρνα τον Στρατή στη τάξη και τον βοήθαγα να κάνει ότι είχε ζητήσει ο δάσκαλος, και έτσι σταμάτησε να τρώει όλο αυτό το ξύλο. Τελικά πέρασε έστω και κουτσά τη τάξη. Βέβαια οι φίλοι και οι συμμαθητές μου με έβλεπαν με μισό μάτι που έκανα τόση παρέα και καθόμουν μαζί του στο θρανίο αφού δεν τον ήθελαν, αλλά με τον καιρό κατάλαβαν ότι δεν είχε αλλάξει κάτι αφού στα παιχνίδια όλη μέρα ήμουν μαζί τους.
Τα Χριστούγεννα όταν ήρθαν, πήγα με τους πιο κολλητούς φίλους και είπαμε τα κάλαντα. Τη παραμονή της Πρωτοχρονιάς, το Περιστέρι ήταν ντυμένο στα λευκά, στο χωριό έριχνε νιφάδες και το κρύο σε τρυπούσε ως τα κόκαλα. Έψαξα το Στρατή για να πούμε τα κάλαντα. Ντυθήκαμε όσο μπορούσαμε καλύτερα και γυρίσαμε παντού. Όταν τελειώσαμε είχαμε ξεπαγιάσει, παρόλο αυτά, όλο χαρά καθίσαμε παράμερα και μετρούσαμε τα μισέλια, τις δραχμές και τα λίγα δίδραχμα. Έτσι αποτέλεσμα ήταν να μαζέψουμε και να μοιραστούμε από είκοσι δραχμές ο καθένας μας. Όμως άμα τον είδα με τα χρήματα στο χέρι φοβήθηκα ότι θα σκορπούσε στο πι και φι, και τον ρώτησα: «σου αρέσουν τα λουκάνικα» και μου είπε «ουυ πολύ!».
Του λέω έλα δω να πάμε κάπου. Τον πήγα σε ένα χασαπιό που κρέμονταν φρέσκα χωριάτικα λουκάνικα που μοσχομύριζαν κύμινο!
Μπήκαμε μέσα «Τι θέλουν τα παιδιά;» «δυο κιλά λουκάνικα» χωρίς να ρωτήσει ο χασάπης τίποτε άλλο έβαλε στο Στρατή και μετά του είπα και γω θέλω το ίδιο.
Φεύγοντας λέω έλα να πάρουμε λίγο φρέσκο ψωμί από το φούρνο, πήραμε από μια φρατζόλα. Μετά από κει με όσα μας περίσσεψαν πήραμε σοκολάτες και καραμέλες. Στο τέλος γεμάτοι χαρά και χαμόγελο αποχαιρετηθήκαμε.
Το βράδυ με την οικογένεια μου φύγαμε για το Τάρτι, κάναμε πρωτοχρονιά εκεί, και την επομένη αρχίσαμε αμέσως να μαζεύουμε ελιές. Εγώ μάζευα λίγες σε ένα μικρό καλαθάκι, έκαιγα κλαδιά και φύλλα, αλλά έψηνα λουκάνικα που είχα αγοράσει στη φωτιά και τσιμπολογούσα, αλλά προπαντός ζεσταινόμουν από το ξεροβόριαδο.