Σκόπελος – Κάτω Αγορά – Τσαρσί (Μέρος Γ’)
Άλλος ένας αγαθός, τρελός μποϊλής τύπος που αλλογύριζε όλη μέρα στην αγορά και τον αγαπούσε πολύ ο κόσμος, ήταν του «Κουτσέλ του τσιρακέλ». Κυκλοφορούσε στη κάτω αγορά, πότε στο μιναρέ και πότε στο φαρμακείο του Στέλιου Ευαγγελινού που τον έκανε παρέα και χάζι, άλλοι τον πείραζαν καλοκάγαθα και άλλοι με χοντράδες, απ’ όλους ζητούσε τσιγάρο. Μια φορά ήρθε και σε μένα αναπάντεχα και καθώς ήταν δυο μπόγια μεγαλύτερός μου, δεν τον ήξερα, τρόμαξα και με εξέπληξε όταν με ρώτησε με το γλυκό και απονήρευτο ύφος: «έχς κανένα τσιγαρέλ α μ’δώγς»; Τον βάζαν και έκανε κάποιες μικροδουλειές, βοηθούσε το σκουπιδιάρη τον Παπαδάκη με το κάρο του και έτσι μάζευε καμιά δραχμή για τα τσιγάρα και τους καφέδες που έπινε. Στη πάνω αγορά τακίμιαζε με το Βαγγέλη το καντηλανάφτη. Αυτός τον έβαζε να σηκώνει τα εξαπτέρυγα στις κηδείες για να βγάζει άλλο ένα χαρτζιλίκι. Μια φορά ήταν μπροστάρης σε μια κηδεία σηκώνοντας το εξαπτέρυγο και καθώς βάδιζαν προς τα μνημόρια, βρέθηκε μπροστά ένας γάιδαρος να κάθεται, να φράζει το δρόμο και να μη κουνιέται. Τότε του Κουστέλ άρχισε να του φωνάζει για να φύγει και αυτός να μένει ακίνητος, τότε με το εξαπτέρυγο άρχισε να τον κυνηγάει. Αφήκαν όλοι τα κλάματα και πιάσανε τα γέλια, τεθλιμμένοι και μη, το συμβάν αυτό το λέγανε χρόνια!
Σε λίγο μόλις διάστημα έμαθα όλους τους δρόμους της αγοράς, και τα γύρω σοκάκια απ’το σπίτι μας. Στην Αυστραλία, λίγο πιο μικρός νομίζοντας ότι ήξερα τους δρόμους τριγύρω από το σπίτι κατάφερα να χαθώ και να με περιμαζέψει μια αστυνομικίνα και να με πάει στο τμήμα με το αυτοκίνητό της. Οι δικοί μου είχαν σκάσει από τη στενοχώρια και με βρήκαν να παίζω με αυτοκινητάκια που μου είχαν δώσει οι αστυνόμοι στο τμήμα. Ο πατέρας μου ήταν όλο θυμό και έτοιμος να με κάνει μαύρο στο ξύλο! Μπήκαν μπροστά οι θείες μου και τη γλίτωσα.
Κάνοντας τα καθημερινά θελήματα της μάνας μου έμαθα και τα μαγαζιά της αγοράς. Απέναντι από το Σπάρταλη ήταν το ζαχαροπλαστείο του «Σκαρλάτου», πώς να μη μάθεις τα γλυκά, τις πάστες, τα κανταΐφια, τα τρίγωνα και τη περίφημή του μπακλαβού, από κεί το καϊμακλήδικο γιαούρτι και το σπιτικό παγωτό!
Αλλά αυτό που με είχε σχεδόν κάθε μέρα πελάτη ήταν το ψωμαδιό, εκείνο του Σαμαρά με το μοσχομυριστό ψωμί, που έβγαινε αχνιστό, να καίει μέσα από το πυρωμένο φούρνο που ήταν με πυρήνα. Είχα μαζί τη τσάντα που είχε ράψει η μάνα μου και είτε έκαιγε ή όχι μπορούσα να το πάρω. Το ψωμί ήταν τόσο λαχταριστό που μέχρι να φτάσω σπίτι, πολλές φορές είχα ξεγωνιδιάσει ένα και φώναζε η μάνα μου! Απ’ έξω υπήρχε άκαυτη πυρήνα, συνήθως ήταν ριγμένη στο ντουσιμέ, κατευθείαν από το λιοτρίβι, που ανέδυε τη χαρακτηριστική βαριά μυρουδιά του ψωμαδιού. Στο σκοτεινό και μαυρισμένο χώρο του ψωμαδιού οι πινακωτές πότε γεμάτες και πότε αδειανές, τα μισόκιλα και τα στρογγυλά καρβέλια του κιλού στοιβαγμένα στα ξύλινα ράφια ολόφρεσκα ή στα μεγάλα καλάθια και παραδίπλα οι νταμπλάδες με άλλα ψωμιά και παξιμάδια. Κάπου στο τοίχο ήταν και οι τιμές από τα διάφορα ψωμιά, γραμμένες σε μια μαύρη πινακίδα με κιμωλία, πόσο κάνουν τα ψηστικά, σε δραχμές και δεκάρες. Θυμάμαι και την έκφραση, που λέγαν τότε «το ψωμί κάνει τρεις και εξήντα..». Από κεί αγοράζαμε και τη πυρήνα για το μαγκάλι μας, ενώ στην Αυστραλία είχαμε φυσικό αέριο. Οι εργάτες με τα άσπρα ρούχα, πάντα μες το αλεύρι φούρνιζαν και ξεφούρνιζαν καταϊδρωμένοι, και μες στο αλεύρι θα μας δίναν τα ρέστα. Όταν ερχόταν Πάσχα ή Χριστούγεννα, η μάνα μας, μας έστελνε να πάμε ένα μεγάλο ταψί με φαγητό για ψήσιμο σκεπασμένο στη λαδόκολλα ή κουλούρες τσουρέκι με το κόκκινο αυγό ανάμεσα, γινόταν το αδιαχώρητο έπαιρνες χαρτάκι για να μην μπερδευτούν τόσα ταψιά. Τα πρωινά πολλές φορές περνούσαμε να πάρουμε κουλούρια ή σιμίτι πασαλειμμένο με ζάχαρη. Ώ τι ωραίο!!! Μέχρι να φθάσουμε στο σχολείο δεν είχε μείνει τίποτα!
Λίγο πιο κάτω αριστερά ήταν μαγαζί του Αρμενάκη, που είχε λίγο απ’ όλα, τσιγάρα, γλυκά για παιδιά ως και λαχανικά. Με έστελνε εκεί ο παππούς μου ο Σαράντος να του αγοράσω τσιγάρα «Τέλειον» ή «Πρώτο» που ξεβρωμολογούσαν όταν τα κάπνιζε, αλλά πάντα μου έδινε και παραπάνω χρήματα χαρτζιλίκι, και αγόραζα καμιά καραμέλα.
Το μαγαζί όμως που τα είχε όλα και όλο εκεί τριγύρναγα ήταν του Γιάννη Σεβίλη. Ήταν «Γαλακτοπωλείο», «Ζαχαροπλαστείο», «Λαχειοπωλείο», «Πρακτορείο Προπό», «Τηλεγραφείο», «Τηλεφωνείο», «Ταχυδρομείο» «Καπνοπωλείο» αλλά πιο πολύ πήγαινα εκεί γιατί ήταν «Πρακτορείο Εφημερίδων και Περιοδικών»!
Απέναντι ήταν το κουρείο του Στρατή Μουστάκα, εκεί πήγαινε ο παππούς και ο πατέρας μου, ήταν φίλοι από ένα κτήμα που είχε στο Τάρτι και ερχόταν το καλοκαίρι, έτσι έμαθα σ’ αυτόν να πηγαίνω για κούρεμα. Στην Αυστραλία ο πατέρας μου είχε μια χειροκίνητη μηχανή κουρέματος και μας «κούρευε με τη ψιλή», καμιά φορά και κανένα ξαδερφάκι ή κανέναν άλλο μικρό αν του τον φέρνανε, γλίτωνε να μας τρέχει σε κουρεία και ξοδιάζεται κάθε μήνα!
Στο τριγωνικό σταυροδρόμι που ήταν τα προηγούμενα μαγαζιά, ένωνε μια φρίτζα με το ριχτό σαλκίμι, την εποχή που ήταν ανθισμένο τσαμπιά τσαμπιά με τα μώβ λουλούδια του, ανέδυε παντού το άρωμα και από κάτω δεξιά και αριστερά ήταν τραπεζάκια έξω και οι μερακλήδες έπιναν το καφέ τους και χάζευαν αυτούς που περπατάγανε στους αιώνιους χιλιοπατημένους ντουσιμέδες. Εδώ ήταν και το καφενείο του Καλάργαλη μικρασιάτης, μέσα είχε ένα τζουκ μπόξ που έπαιζε πότε πότε καμιά πλάκα, καναπέδες παλαιού τύπου και ένα βιολί κρεμασμένο, ο καφετζής άμα καμιά φορά βρισκόταν στα κέφια το κατέβαζε και έδινε καμιά δοξαριά. Είχε την παλιά αισθητική, ήταν από τα ήσυχα καφενεία, μάζευε αρκετό καλό κόσμο που έπαιζαν χαρτιά και τάβλι και η μικρή κουζίνα συμπλήρωνε με μεζέ. Στέκι του παππού μου, αλλά και ενός θείου μου του Γιώργου Ρίζου μικρασιάτης αυτός, που ήταν συνταξιούχος χωροφύλαξ που κρατούσε το ψαρωτικό ύφος για να δείχνει ακόμη ότι είναι η εξουσία. Ήταν παντρεμένος με την αδερφή της γιαγιάς μου Ανδρομάχης, τη Μαρία. Άμα με πετύχαινε στην αγορά, με φώναζε – έλα δω έχω κάτι για σένα! – μες το μυαλό μου έλεγα «ώχ πάλι δεν τη γλιτώνω!». Μπροστά σε όλους έδειχνε που θα πάει το τρόπαιο από το τάβλι και με εξανάγκαζε να φάω το κερδισμένο λουκούμι, ή με φόρτωνε με τα ψώνια του, να τα πάω σπίτι του και να συνεχίσει να παίζει, μου έδινε καμιά πενταροδεκάρα χαρτζιλίκι και το χειρότερο απ’ όλα η θεία μου, για το χισμέτ (εξυπηρέτηση) που έκανα, με πλήρωνε σε είδος, άνοιγε ένα κουτί πάλι με λουκούμια που είχε κερδίσει ο θείος. Από τότε μη μου πεις για λουκούμια.
Λίγο παραδίπλα από το καφενείο του Καλάργαλη προς τη πάνω αγορά ήταν, λες και στεκόταν στο πουθενά, ο τούρκικος μιναρές, για μας το μέρος που παίζαμε και στήναμε τις μπίλιες (εδώ έμαθα τα λέγαν κοϊνάτσα) τα λιλιά και τα μπουντζούκια. Πρώτη φορά που τον πρωτοείδα απόρησα πολύ, τόσο για το ύψος, όσο και τι χρησίμευε. Έτσι μου είπαν τι είναι και ό,τι όταν ήταν ακόμη εδώ τούρκοι, ανέβαινε ο Χότζας στον εξώστη και κάποιες ώρες της ημέρας, με φωνή σαν αμενετζή καλούσε τους πιστούς σε προσευχή. Ότι είχαμε τετρακόσια χρόνια τουρκοκρατίας και ατελείωτους πολέμους και δυστυχίες και ότι το χωριό μας παλαιότερα, σχεδόν μισοί του κάτοικοι ήταν τούρκοι, όπως και το διπλανό χωριό ο Μεσαγρός. Πριν πολλά χρόνια ο παιδαγωγός από το χωριό μας Μίλτος Κουντουράς, που έζησε τα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας αναθυμάται με νοσταλγία το Χότζα που καλούσε τους πιστούς σε προσευχή από το μιναρέ. Πολύ αργότερα έμαθα ότι ο ακάλυπτος χώρος που έγινε πλατεία ήταν η θέση ενός μεγάλου τζαμιού, μαζί με τον εναπομείναντα μιναρέ. Το τζαμί κατέρρευσε ή το γκρέμισαν πριν το ’40.
Εκτός του ότι παίζαμε γύρω από το μιναρέ, ανεβαίναμε και κατεβαίναμε στη στριφτή εσωτερική σκάλα και φθάναμε στον εξώστη και κοιτούσαμε από ψιλά, ήταν φτιαγμένος από σκληρή πέτρα και όχι όπως αυτή του Μεσαγρού. Ο μιναρές την εποχή της τουρκικής εισβολής της Κύπρου, με κάποιο πρόσχημα ότι γέρνει και είναι επικίνδυνος, επί προεδρίας Κουλαγίνη γκρεμίστηκε, θυμάμαι μάλιστα ήμουν παρών σ’αυτό το γεγονός..
Επίσης έμαθα αργότερα, ότι από τα λίγα απομεινάρια του ήταν η καγκελόπορτά του, που υπάρχει και σήμερα ως πόρτα εισόδου στο δημοτικό σχολείο του Σκοπέλου.
Από το κάτω δρόμο ή αν περπατήσεις στα εναπομείναντα σκαλοπάτια του τζαμιού πας στη «Μηχανή της Λίντας ή του Αυγερινόπουλου», το λιοτρίβι. Εκεί με πήγε πρώτη φορά ο πατέρας μου όταν είχε να αλέσει ελιές. Το μόνο που ήξερα, στην Αυστραλία, ήταν ότι το τραπέζι μας σε όλα τα φαγητά είχε μπόλικο λάδι και πάντα υπήρχε και ένα πιάτο ελιές. Εδώ είδα και έμαθα ότι όλα τα βουνά, οι πλαγιές και ο κάμπος είναι γεμάτες ελιές, πεζούλια, και τις μαζεύουμε μια μια στο καλάθι με πολύ κόπο, για να γίνουν τσουβάλι. Να έρθουν εδώ να ξεπλυθούν, να τις πάνε στις διπλές μυλόπετρες και μετά η πολτοποιημένη ελιά με ζεματιστό νερό να μπει σε τσουπιά και να συμπιεσθεί από πρέσες και λίγο από λίγο να βγαίνει το άγουρο χρυσοπράσινο λάδι.
Την ώρα που άλεθαν τις ελιές μας, ένας εργάτης μας έψηνε φρέσκο ψωμί «καπίρα» σε ένα μαγκάλι και μετά το έβαλε κάτω από εκεί που έβγαινε το φρεσκοαλεσμένο ζεστό αγουρέλαιο και μας έδωσε να φάμε. Τι όμορφο! Από τις ελιές θα παίρναμε το λάδι του σπιτιού, αλλά και για εισόδημα. Η σχέση του χωριού με την ελιά δεν είναι τωρινή. Αργότερα από ένα βιβλίο που διάβασα του Μάκη Αξιώτη λέει ότι σε μια επιγραφή που βρέθηκε στη περιοχή, αναγραφόταν στο κτηματολόγιο της εποχής επί Διοκλητιανού (Ρωμαϊκούς χρόνους) το 300-400μ.Χ. όπου αναφέρει Χωρίον Σκόπελος, αμπέλων και ελαίων γύροι….δηλαδή πεζούλια.
Πηγή : Πάνος Αγιακάτσικας
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ