Τα Παπαδάκια (Οι Ιεροπαίδες)
Όταν πηγαίναμε ακόμη στο δημοτικό, την Παρασκευή ερχόνταν ο δάσκαλός μας ο Σίμος, όπως και άλλοι και μας έλεγαν τη Κυριακή το πρωί να είσαστε όλοι σας στη Εκκλησία για εκκλησιασμό. Για μένα ήταν μεγάλη χαρά αφού μου ήταν πολύ προτιμότερο από το να πηγαίνω στις ελιές μες το κρύο και μες τις βροχές και τα αγκάθια! Ο πατέρας μου γκρίνιαζε, αλλά αφού το έλεγε ο δάσκαλος έπρεπε να πάω. Βέβαια το να πηγαίνεις στην εκκλησία ήταν μια κουβέντα αλλά να αντέχεις σαν μικρό παιδί τις 2-3 ώρες ορθοστασίας που ήταν η λειτουργία και να είσαι αμίλητος, ήταν ένα πραγματικό βάσανο. Oι ώρες αυτές μου φαίνονταν αιώνιες και θέλοντας και μη κοιτούσα όλες τις λεπτομέρειες που είχε μέσα η εκκλησία για να κυλήσει η ώρα, το ξυλόγλυπτο τέμπλο και τις ζωγραφιές του γυναικωνίτη που απεικόνιζαν τις ωραιότατες παραστάσεις του Χριστού, που αργότερα έμαθα ήταν έργο του συγχωριανού μας ζωγράφου Στρατή Γαβαλά. Ακόμη με φόβο κοιτούσα σε ένα πίνακα που διαχωρίζονται οι αμαρτωλοί που καίγονταν στο πύρ το εξώτερον και γεμάτοι αίματα να οδεύουν για τη κόλαση και οι δε καλοί χριστιανοί να προχωρούν ευτυχείς για το παράδεισο. Και αφού η ώρες περνούσαν τόσο αργά, όσο και αν κοιτούσες ή χάζευες εδώ και εκεί μες την εκκλησιά, στεκόμουν κι εγώ δίπλα με τους ψάλτες και σιγοέψελνα, έτσι από την ανία, αποκτούσε μεγαλύτερο ενδιαφέρον ο εκκλησιασμός. Μετά είδα κάποια παιδιά που φορούσαν κάτι παπαδίστικα ρούχα και περιφέρονταν στην εκκλησιά και τους έδειναν και χαρτζιλίκι! Οπότε δεν ήθελε πολύ να σκεφτείς τι το καλύτερο να κάνω και ’γω το ίδιο, να μην πηγαίνω στις ελιές και να μου δίνουν και δυό δραχμές να αγοράζω ότι θέλω μετά τη λειτουργία! Ο παπάς του χωριού μας ήταν καλός και κάποιες μέρες αφού είχαν συνεννοηθεί με το σχολείο πηγαίναμε κατηχητικό, ακούγαμε και συζητάγαμε εκεί και άλλα ζητήματα πέρα από το σχολείο, αλλά δεν κράτησε δυστυχώς θυμάμαι και πολύ! Πολύ μου άρεσε να πηγαίνω στους χαιρετισμούς και γενικώς στην εκκλησία.
Μια μέρα με πλησίασε μαζί με τ’ άλλα παιδιά ο καντηλανάφτης και νεκροθάφτης, ο Βαγγέλης ο Τρύπατζης και μας λέει:
– Ελάτε να ντυθείτε παπαδάκια για μια κηδεία.
Απ’ ότι μάθαμε θα μας δίνανε ένα τάλιρο (πέντε δραχμές!) αρκετά χρήματα για την ηλικία μας! Συνήθως όταν μας έπεφταν παραπάνω τα χρήματα στη τσέπη μας ή μια μπάλα πετσένια θα αγοράζαμε ή όλο σκατοδουλειές θα ξεμπερδεύαμε, να πάμε αγοράσουμε ποικιλία πακέτα από τσιγάρα, να κάναμε τους μεγάλους, οπότε δεν αρνηθήκαμε. Στις κηδείες παπαδάκια ντύνονταν συνήθως τα πιο φτωχά παιδιά, αυτά που δεν είχαν στον ήλιο μοίρα, παιδιά των παρακατιανών, που τα λίγα αυτά χρήματα ήταν ένα ζήτημα. Αλλά αυτά τα πράματα δεν σου έχουν μπει μες στο μυαλό να τα σκεφτείς ποτέ, ιδίως όταν είσαι όλη μέρα μαζί στο σχολείο και όλα τα παιδικά χρόνια τα περνάς μαζί και όλοι είμαστε ίσοι και ένα, πλούσια και φτωχά, καλοντυμένα ή με μπαλώματα στα ρούχα, στα παιχνίδια και τις σκανδαλιές. Αυτά μας τα είπαν οι μεγαλύτεροι που έρχονταν και τα ανακατεύανε τα πράγματα και λέγανε με ποιους να κάνουμε παρέα.
Το σπίτι μου ήταν κοντά στα μνημόρια, στην αριστερή πλευρά του χωριού. Με τα τόσα που μας λέγαν για τους απεθαμένους και μας φοβέριζαν, έκοβα και άλλαζα δρόμο και έπαιρνα τα σκαλοπάτια ή το δρόμο προς την Αγία Κυριακή για να πάω στην αγορά και έτσι απέφευγα να τους σκέφτομαι. Άλλες φορές πάλι, ενδόμυχα θέλοντας να κάνω το παλικάρι, περνούσα απ’ έξω απ’ αυτό, με γοργό όμως βήμα και με αρκετή δόση φόβου, περιμένοντας ανά πάσα στιγμή, «ώρα είναι να πεταχθεί κάποιος από μέσα». Η πόρτα του, πάντα μέρα νύχτα ορθάνοιχτη, αλλά με τα παιδιά της γειτονιάς δεν τολμήσαμε ποτέ να πατήσουμε μέσα από φόβο. Να τώρα που θα μαθαίναμε τα κατατόπια του και θα βλέπαμε και πεθαμένο.
Όπως μας είπαν, πήγαμε πιο πριν, στην εκκλησία και ντυθήκαμε για τη κηδεία. Έτσι ήμασταν παρών στη νεκρώσιμη ακολουθία και στη σιωπηλή μεταφορά του νεκρού στη τελευταία του κατοικία. Όταν τον θάβανε ο παπάς τον λιβάνιζε και διάβαζε τις τελευταίες αράδες, εμείς ήμασταν από πάνω και βλέπαμε για πρώτη φορά σαν μπάστακες το μακάβριο θέαμα, που τον κατέβαζαν, του έβαζαν τη παράδα στο χέρι, του έβαζαν ένα κεραμίδι στο στόμα, του ρίχναν χώμα για να πάει το μακρινό ταξίδι στον άλλο κόσμο, που τον χαιρέταγαν. Να κοιτάμε τους συγγενείς που οδύρονταν και έκλαιγαν απαρηγόρητοι, πρωτόγνωρο θέαμα αλλά σκεφτόμασταν χαλάλι ένα ολόκληρο τάλιρο ήταν αυτό, σε λίγο θα τελειώσουν όλα τα βάσανά μας! Μετά μαζί με το παπά και το καντηλανάφτη επιστρέφαμε για την εκκλησιά να αλλάξουμε και να πληρωθούμε. Κι ενώ κάποια στιγμή γυρίζαμε, με παραμέρισε ένας θείος μου ο Παναγιώτης, και μου αστράφτει μια, και μου λέει:
-Τι γυρεύεις εσύ εδώ; – τώρα γελάω που το σκέφτομαι – βγάζει από τη τσέπη του και μου δίνει το ένα τάλιρο «να πάρε» και μόνο θυμό μου λέει:
-Μην σε ξαναπετύχω! θα τα ανακατώσω όλα στο πατέρα σου. Τι γυρεύεις εσύ με όλους αυτούς τους παρακατιανούς, δεν ντρέπεσαι λίγο;
Με κατεβασμένα τα μούτρα, με ανάμεικτα συναισθήματα και με το τάλιρο στο χέρι, χάθηκα μέσα στα σοκάκια του χωριού. Δεν θυμάμαι αν το κράτησα ή το πέταξα.
Εκείνο το βράδυ δεν έκλεισα μάτι, από τη μια να σκέφτομαι και να προσπαθώ να εξηγήσω το λόγο που έφαγα τη σφαλιάρα και από την άλλη, όλο να βλέπω το απεθαμένο να έρχεται στην ύπνο μου και τη σκηνή που τον έθαβαν. Με αυτά και με αυτά, αυτή ήταν και η τελευταία φορά που με είδε σαν παιδί η εκκλησία…
μνημόρια = νεκτροταφείο
*Η εικόνα προέρχεται από το Facebook group Lesvosoldies