Του ποδήλατου (Το ποδήλατο)
Ο ξάδερφός μου ο Γιάννης κατέβαινε, ανέβαινε από το Σκόπελο – Παπάδο για το εξατάξιο Γυμνάσιο, με ένα παμπάλαιο ποδήλατο του ’50, παρόμοιο με αυτά που είχαν οι ταχυδρόμοι. Με αυτό γύρναγε όλα τα χωριά, στο Πέραμα και πολλές φορές τα Σαββατοκύριακα πήγαινε και στο Τάρτι για να βοηθήσει να μαζέψουν τις ελιές τους. Τότε πολύ λίγα παιδιά είχαν ποδήλατα, και τα μηχανάκια τα περισσότερα ήταν υποβοηθούμενα με πετάλια. Πάντα τον θαύμαζα, χωρίς να τον ζηλέψω, πολλές φορές έβαλε να με μάθει, αλλά επειδή ήμουν μικρός, δεν είχα κάνει και σε μικρότερο ποδήλατο για να ξέρω, έτσι σε αυτό δεν μπορούσα, αφού έτσι και αλλιώς το πόδια μου δεν φτάναν στα πετάλια. Φρένα δεν είχε, ούτε μπροστά ούτε πίσω, αλλά εκείνος ήταν μάστορας στο ποδόφρενο. Μην ψάχνεις για φτερά στις ρόδες, ούτε φώτα, τα λάστιχα φαγωμένα και ο κάθε τροχός φαφούτικος αφού έλλειπαν πολλές ακτίνες. Οι σόλες από τις ελβιέλες του ήταν πάντα φαγωμένες, παπούτσι για παπούτσι δεν άφηνε, νάναι καλά το ποδήλατο. Παρόλα αυτά όργωνε τους καρόδρομους, τα καλντερίμια και όλους τους χωματόδρομους. Πάντα τον έχω στο μυαλό μου να κρατάει το ποδήλατο με το καφέ το κοτλέ σακάκι και τη καμπάνα παντελόνι και να γυρνάει.
Προς το τέλος ενός καλοκαιριού μετά χαράς μάθαμε ότι πέτυχε σε κάποια σχολή λογιστικής στη Θεσσαλονίκη ενώ είχε σκοτωθεί πρόσφατα ο πατέρας του και έπρεπε να τα βγάλει πέρα μόνος του. Εκείνο το καλοκαίρι έπαιρνα το ποδήλατο δειλά δειλά στα ισιώματα, στο χωματόδρομο του Ταρτιού και μετά από πολλές προσπάθειες κατάφερα λίγο να το κουμαντάρω. Λίγο πριν να αναχωρήσει, μου λέει μιας και σου αρέσει πολύ το ποδήλατο ξάδερφε, κράτησέ το δικό σου! Η χαρά μεγάλη, να έχεις οποιοδήποτε ποδήλατο, πολύ λίγα παιδιά είχαν. Πήγα στο γήπεδο και έκανα βόλτες να το μάθω καλύτερα. Στα καλντερίμια και στις κατηφόρες δεν κατάφερα να μάθω το ποδόφρενο, άσε που ούτε να σκεφτώ να πηγαίνω στο Γυμνάσιο με φαγωμένα σπορτέξ. Η λύση ήταν μία, να μαζέψω χρήματα και να βάλω κανονικά φρένα. Πέρασε ένα διάστημα και μετά έμαθα ότι υπάρχει ένας ποδηλατάς στο Παπάδο που επισκευάζει ποδήλατα και έχει και ανταλλακτικά. Το κατέβασα, το κοίταξε και μου έδωσε τα ανταλλακτικά και τα εξαρτήματα που ήταν για τα φρένα, μου είπε ότι οι στεφάνες μπροστά και πίσω θέλουν ακτινολόγιση, και ακτίνες. Τον ρώτησα πόσο κάνει μια «κόντρα φρένο» και φώτα, αλλά τα χρήματα μου ήταν πολύ μετρημένα. Αγόρασα τα τακάκια και τις ακτίνες και μόνο χαρά πήγα σπίτι και άρχισα αμέσως να μαστορεύω. Ατζαμής όπως ήμουν χωρίς να έχω ιδέα, ξεκίνησα να το φτιάξω, αναποδογύρισα το ποδήλατο, έβγαλα το ρόδες και τα λάστιχα και πέρασα τις ακτίνες που έλειπαν. Πέρασα τα τακάκια μπρος και πίσω αλλά επειδή η ρόδες ήταν σαν οχτάρια και αφού δεν πήγα να κάνω ακτινολόγιση τα φρένα ήταν φυσικό να πιάνουν και να μη πιάνουν. Πάντως κουτσά στραβά η δουλειά γινότανε. Κάποιος μου χάρισε ένα δυναμό και ένα φανάρι τα πέρασα, και έτσι το ποδαλατέλ απέκτησε και φώτα! Το έφτιαξα όσο μπορούσα, να μη πω πόσο το καμάρωνα το ποδήλατο αυτό και ας φαινόταν ότι έχει φάει όλα του τα ψωμιά. Έκανα σιγά σιγά βόλτες μέσα στο χωριό και ετοιμαζόμουν κάποια μέρα να κάνω τη μεγάλη απόδραση προς το Τάρτι.
Το Τάρτι όταν είχαμε ελιές μόλις τελείωνε το σχολείο τη Παρασκευή, μαζί με το αδερφό μου, το ξάδερφο καμιά φορά το οργανώναμε και πηγαίναμε με τα πόδια, δυόμιση ώρες διαδρομή και άλλο τόσο να επιστρέψεις. Μέναμε καμιά φορά στης θειάς της Σοφίας το νταμ, στρωματσάδα όλοι δίπλα στη φωτιά που έβραζε το αυριανό τσουκάλι με τα κουκουκιά ή τη φασολάδα και με το φως της λάμπας, λέγαμε ιστορίες και τρώγαμε το φαγητό κατάχαμα στο μεσάλι. Όταν πηγαίναμε στο Τάρτι τις περισσότερες φορές δεν βρίσκαμε αυτοκίνητο για να μας πάει και έτσι τη βγάζαμε ποδαράτο, μόνο ο Παναγιώτης ο Κοκκάρας από τη Πλαγιά είχε αυτοκίνητο και αν το πετυχαίναμε μας φόρτωνε στη κάσα. Το χειμώνα με τα φορτηγά που κουβαλούσαν τις ελιές η πιθανότητες ήταν καλύτερες.
Κάποια Παρασκευή ειδοποίησα τη μάνα μου ότι θα έρθω στο Τάρτι για το σαββατοκύριακο με το ποδήλατο. Μες το μυαλό μου ήθελα να είμαι ο Σεραφίνο που κουβαλάει το ραβδί στον ώμο και το φαγητό δεμένο στην άκρη. Ξανακοίταξα τα φρένα σε τι κατάσταση ήταν και με μεγάλη επιφύλαξη ξεκίνησα. Μέχρι να φθάσω στα «Πεύκαρα» τα τακάκια από τα φρένα είχαν σχεδόν φαγωθεί, οπότε αναγκαστικά ξεκίνησα το ποδόφρενο. Λίγο μετά από κεί ο χωματόδρομος κάνει ένα μεγάλο «S» και στη δεύτερη κατηφορική στροφή, ούτε το φρένα λειτούργησαν, ούτε και με το πόδι μπόρεσα να σώσω τη κατάσταση να φρενάρω το ποδήλατο. Πριν προλάβω να καταλάβω τι συνέβη, σε κλάσμα δευτερολέπτου είδα τον εαυτό μου να κάνει μια κωλοτούμπα στον αέρα, να προσγειώνομαι και να πέφτω με το κώλο σε ένα αγκαθωτό θάμνο, μια φουντουτή κιτρονοπράσινη αστοιβή! Ανοίγω τα μάτια μου και βλέπω υπάρχω! Δίπλα μου κοιτάω υπήρχαν κάτι μεγάλες πέτρες, ευτυχώς λέω σήμερα είχα άγιο αφού δεν έπεσα επάνω τους! Σηκώνομαι ψάχνομαι και τι να δω! Ο πισινός μου, τα πλευρά και τα χέρια μου είχαν σφηνωμένα αμέτρητα κίτρινα χοντρά αγκάθια. Όσα μπορούσα τα τραβούσα να βγούν, αλλά τι να κάνω ήμουν γεμάτος, έτσουζε ο πισινός μου απ’αυτά, αλλά και χάρη στο θάμνο έπεσα στα μαλακά! Συνήλθα λίγο να δω τη κατάστασή μου, αν είχα σπάσει κανέναν πλευρό ή κάτι άλλο, ευτυχώς μόνο μικρογδασήματα και κάτι αίματα. Το ποδήλατο 3-4 μέτρα πιο μακριά, δεν είναι πάθει κάτι, το μάζεψα, ίσιωσα το τιμόνι, και άιντε με τα πόδια να κουτσοπατάω να το κυλάω στο κατήφορο. Μετά από είκοσι λεπτά έφτασα στου «Γλιγλή τη βρύση», κάθισα και πλύθηκα, πήρα μια ανάσα και όπου είχε λίγο ίσιο δρόμο το έκανα καβάλα, αλλά ο δρόμος για το Τάρτι είναι ο περισσότερος ανηφόρες – κατηφόρες, έτσι σπρώχνοντας το μετά από τρεις ώρες έφτασα τα νταμ, όπου με περίμενε η μάνα μου. Είδε τα χάλια μου, τα σχισμένα ρούχα και άρχισε να με περιποιείται. Της είπα ότι είμαι γεμάτος αγκάθια, έτσι κατέβασα τα βρακιά και προσπάθησε να βγάλει όσα μπορούσε, με καθάρισε με οινόπνευμα, αλλά τα περισσότερα έμεινα μέσα. Με πολλές ενοχλήσεις όλη την ώρα τα κουβαλούσα και αυτά στο σχολείο και παντού. Μετά από δύο εβδομάδες ξαναπήγα στο Τάρτι, τα αγκάθια είχαν βγάλει κάπαλο και πείον και έτσι με μια άλλη προσπάθεια τα βγάλαμε όλα. Το ποδήλατο το είχα αφήσει στο Τάρτι, μετά από αυτό, δεν το ξανάπιασα, έμεινε να κάθεται ακουμπισμένο σε ένα δέντρο να χορταριάζει χειμώνα καλοκαίρι για πολλά χρόνια. Το ποδήλατο είχε τελείωσε για μένα…
Όταν πάω για το Τάρτι με το αυτοκίνητο σταματώ καμιά φορά στη στροφή και βλέπω ακόμη τον αγκαθωτό θάμνο που κάθεται εκεί χρόνια!