Οι σαλιάτσ’ (Τα σαλιγκάρια)
Μικροί άλλοτε ήμασταν μικρά θηρία με μια τόπα στο χέρι και άλλοτε με ένα καντίρι και οργώναμε όλο το χωριό μας το Σκόπελο, από τη μια άκρη ως στην άλλη, πότε μας εύρισκες στην Αγιά Κυριακή, πότε στο Πρόβασμα, στη Παναγιούδα, πότε στο Τασλίκ, πότε στον Άη Γιώργη, στην Αγία Μαγδαλινή, φτιάχναμε τις ομάδες της μπάλας και παίζαμε σε όλες τις γειτονιές. Άλλοτε μαζευόμασταν στη πάνω και στη κάτω αγορά και μετά παίζαμε καρτέλες, ανταλλάζαμε περιοδικά, Όμπραξ, Ζανγκόρ, Μπλέκ, Μικρό Ήρωα στο σινεμά της κοινότητας.
Μια μέρα ως συνήθως περιφερόμουν στην αγορά, περνώντας απ’ έξω από του “Γιαννάτς του Πατούν” το μπακάλικο, είχε δυο-τρεις γυναίκες που κοιτούσαν τα σαλιγκάρια που είχε σε ένα πανέρι, κοίταξα και γω να δω τι γίνεται, δεν είχα δει ποτέ να πουλάνε, δεν είχα φάει ποτέ, αν και η μάνα μου έλεγε στη πείνα, δεν είχαμε τίποτε άλλο και ο κόσμος τους έτρωγε πολύ. Είχαν πέντε δραχμές το κιλό, κάποια αγόρασε μισό κιλό να κάνει μια μαγειριά. Εκεί που χάζευα, ήρθε ο κυρ Γιαννάτς και μου λέει «έλα να συ πω». Ήμουν με ακόμη ένα παιδί, «θέλς να πάτε και να ψάξτι για σαλιάτς και να μου φέρετι και εγώ θα σας πληρώσω ακριβώς τα μισά απ’ όσο τς πουλώ;». Κοιταχθήκαμε με το άλλο παιδί και συμφωνήσαμε αμέσως, τέτοια χρυσή ευκαιρία δεν ήθελε και παζάρια!. 3-4 κιλά να βρίσκαμε να ένα δεκάρικο! Το ψωμί έκανε 1,20 δρχ το κιλό! Με 5 δρχ έπαιρνες ένα κιλό χωριάτικα λουκάνικα! Τον ρωτήσαμε που να βρούμε, μας λέει, μιας και έβρεξε χθες, θα βρείτε παντού όπου και να πάτε. Πήγα στο σπίτι και το δίχως άλλο πήρα ένα καλάθι και μαζί με το άλλο παιδί ξεκινήσαμε. Σκέφτηκα να πάμε στα κτήματα κάτω από το χωριό που έχει αμπολάδες, ψάχναμε ψάχναμε μαζέψαμε κανέ δυό κιλά, σιγά σιγά ανηφορίσαμε από το ρουμανέλ προς το σπίτι μας…οι σαλιάκ είχαν αραδίσει και σε όλα τα ντουβάρια από τα σπίτια του χωριού και βρίσκαμε συνεχώς, στο τέλος χωρίς θα το καταλάβουμε βρεθήκαμε να κοιτάμε στο τεράστιο ασουβάντιστο ντουβάρι του νεκροταφείου, ήταν γεμάτοι! Κοιταχθήκαμε με το άλλο παιδί, για τη ζαβολιά που θα κάναμε και χωρίς χίρτ μίρτ, πιάσαμε και μαζεύαμε και από κεί. Γεμίσαμε χωρίς πολύ κόπο το καλάθι με κάτι μεγάλους σάλιακες! Ποιος ξέρει που είχαν κάνει βόλτες! Ψυχή δεν υπήρχε για να μας δεί και να μας ρωτήσει τι κάναμε εκεί, γεμίσαμε το καλάθι και πήραμε ποδάρι προς την αγορά και δώσαμε τη πραμάτιά μας, ο καθένας μας πήρε από 6 δραχμές.
Ο Γιαννάτς καταευχαριστημένος και μας λέει:
Άμα τους πουλήσω θα ξαναπάτε ε;
Τι θα του λέγαμε όχι;
Μόνο χαρά, μόλις πήρα τα χρήματα, επειδή είχα αδυναμία πολύ τα χωριάτικα λουκάνικα, πήγα και αγόρασα ένα κιλό και όλο καμάρι τρέχοντας, τα πήγα σπίτι να δείξω τη προκοπή που έκανα στη μάνα μου. Η πρώτη της κουβέντα δεν ήταν άλλη που βρήκες τα χρήματα και τα αγόρασες.
Ε να…..μάζεψα σαλιάκ για το Γιαννάτς του Πατούν και μου τα έδωσε!
Με κοίταξε για μια στιγμή παράξενα σα να κάτι να κρύβω, και μετά με ρωτάει γιατί δεν έφερες και σε μας λίγ’ σαλιάτς;
Ε να άλλ’ φορά! Τι να έλεγα τη κατσπουδιά που έκανα;
Τώρα τηγάνισέ μου να φάω κανένα λουκάνκέλ’ γιατί πείνασα να γυρνάω όλη μέρα και να μαζεύω σαλιάκ!
Μέσ’ το μυαλό μου σκέφτηκα ας τους φάνε άλλοι! Τώρα ποιος τους έφαγε δεν ξέρω! Στη ζωή μου έφαγα δοκιμαστικά μια φορά αλλά σκεφτόμενος αυτό το περιστατικό ούτε σκέψη να φάω ποτέ. Ας μου το συγχωρήσουν οι συγχωριανοί μου!
αμπολάδες = λιόδεντρα
χίρτ μίρτ = πολλά πολλά
κατσπουδιά = ζαβολιά