”Άντε να πάμε στον καφενέ”
«”Άντε να πάμε στον καφενέ”, έλεγε ο παππούς και μου έκλεινε πονηρά το μάτι. Συχνά με έπαιρνε μαζί του και μου έδινε τα λουκούμια όταν κέρδιζε τους φίλους του στην πρέφα. “Πάμε στον λουκουμέ” έλεγα εγώ από μέσα μου και γελούσα και χαιρόμουνα με το αστείο μου, σαν την παροιμία που λέει “Γιάννης κερνά, Γιάννης πίνει”. Για μένα λοιπόν τα καφενεία του χωριού μου ήταν μεγάλα λουκούμια με παράθυρα που είχαν θέα προς τη θάλασσα και ωραία μαρμάρινα τραπέζια. Άλλα καφενεία είχαν χρώμα και γεύση τριαντάφυλλου, άλλα πράσινης μέντας και άλλα ήταν κεχριμπαρένια και μοσχοβολούσαν μέλι και κερί. Όμως όλα τα λουκούμια-καφενεία μύριζαν στο βάθος τους καφέ και ούζο και γαρίδες με ντομάτα.
(…)
Μέσα τους βλέπω το λιμάνι, τις τράτες, το ηλιοβασίλεμα. Τότε με κατακλύζει μια μυρωδιά από κολόνια, καφέ και αθερίνα τηγανητή. Τα κουκουλώνει όλα γλυκά, αθόρυβα. Μέσα στη νύχτα και στη μυρωδιά ξεφυτρώνουν και πάλι τα λουκούμια-καφενεία μου. Καθαρίζω την άχνη τους και αναγνωρίζω τα μαρμάρινα τραπέζια, τα ποτηράκια του ούζου τα μικρά κανονάκια του κονιάκ, τα πιατέλια με τους μεζέδες και τα ψωμάκια – αντίδωρα. Ακούω τους χτύπους των χεριών στο χαρτοπαίγνιο, τις ζαριές και τις μουσικές παρηγοριές απ’ το τζουκμπόξ…»
Το απόσπασμα από το κείμενο της -Μολυβιάτισας- Φωτεινής Φραγκούλη από το βιβλίο «39 καφενεία και ένα κουρείο» (Πανεπιστημιακές Eκδόσεις Κρήτης, 1999). Τα καφενεία ήταν κάποτε το κέντρο της κοινωνικής ζωής στα χωριά της Λέσβου –εκεί γίνονταν τα γλέντια, οι μουσικές και οι παρέες από τους άντρες. Ακόμη και σήμερα, σε αρκετά χωριά, διατηρούν το παραδοσιακό τους χρώμα, σε πείσμα των καιρών
Η φωτογραφία από καφενείο του Πλωμαρίου στη δεκαετία του 1950 ( από το φωτογραφικό αρχείο του Μάκη Μπεκιάρη (www.lesvosoldies.gr).