Τα καμίνια στη Λέσβο…
Καρβουνιάρηδες ή καρβουν(ι)αραίοι ή καρβουνιαροί ονομάζονταν οι τεχνίτες που έφτιαχναν τα κάρβουνα.
Συνήθως η τέχνη του καρβουνιάρη συνδεόταν με την οικογενειακή παράδοση, δηλαδή μεταφερόταν από πατέρα σε γιο, επί αρκετές γενιές.
Οι Λέσβιοι καρβουνιάρηδες προμήθευαν με κάρβουνα αρκετές περιοχές. Εποχιακά πήγαιναν να εργαστούν (και) στην Κρήτη, στο Βόλο και αλλού, αφού η ζήτηση σε τοπικό επίπεδο ήταν σχετικά μικρή.
Την οικιακή χρήση κάρβουνου υποκαθιστούσε συνήθως στα χειμωνιάτικα «μαγκάλια» η (ελαιο)πυρήνα (δηλαδή τα υπολείμματα της σύνθλιψης από τα ελαιοτριβεία), ενώ η ζήτηση από τις ψησταριές – καφενεία ήταν συνήθως περιορισμένη και δεν ικανοποιούσε τις οικονομικές τους ανάγκες.
Όσον αφορά στο εμπόριο του κάρβουνου, ορισμένοι καρβουνιαραίοι πουλούσαν οι ίδιοι στους πελάτες, ενώ κάποιοι άλλοι σε εμπόρους ή μεταπωλητές κάρβουνων. Οι περισσότεροι όμως προτιμούσαν να πουλούν οι ίδιοι τα προϊόντα τους, αφού, όπως ανέφεραν, αρκετοί έμποροι τους έκλεβαν στο «ζύγιασμα» ή «τους ρουφούσαν το αίμα».
Παρότι οι καρβουνιαραίοι δεν ήταν οργανωμένοι σε επαγγελματική συντεχνία (εσνάφι ή σινάφι), είχαν πολύ καλές σχέσεις μεταξύ τους και, σε ορισμένες περιοχές ή περιπτώσεις, δούλευαν ομαδικά, βοηθώντας ο ένας τον άλλο στα καμίνια με τη σειρά (ή όπως ανέφεραν οι ίδιοι «κάνοντας νεμπέτια»), αφού η διαδικασία παραγωγής διαρκούσε πολύ, απαιτούσε κόπο και μεγάλη προσοχή.
Η παραγωγή γινόταν σε υπαίθρια καμίνια και διαρκούσε από την άνοιξη ως το φθινόπωρο. Οι καρβουνιαραίοι αρχικά μάζευαν ξύλα όπως «πρινάρια» (πρίνους), βαλανιδιές, αργιλίδια (δηλαδή ξύλα αγριελιάς) κ.α. από τα βουνά («ρουμάνια») και τους αγρούς και στη συνέχεια τα «κουριάζανε» δηλαδή, τα έκοβαν σε πιο μικρά κομμάτια.
Για να «χτίσουν» (δηλαδή να φτιάξουν) σιγά – σιγά το καμίνι, τοποθετούσαν τα ξύλα περιμετρικά στο χώμα, συνήθως αρχικά τα πιο «αδύνατα» όπως ρίζες κ. ά., ενώ πάνω απ’ αυτά έβαζαν το «ταμπλό» (ένα τραπέζι) όπου τοποθετούσαν τα πιο χοντρά ξύλα. Τα στοίβαζαν το ένα πάνω στο άλλο, με κλίση πάντα προς τα μέσα, ώστε να πάρουν το σχήμα ενός χωνιού. Αυτό το «χωνί» από ξύλα, είχε στη μέση μια τρύπα (σαν σωλήνα κούφιο εσωτερικά) από την κορυφή ως τον πάτο, για να διευκολύνει τη φωτιά.
Αφού σχημάτιζαν το «χωνί» ξεκινούσαν να φτιάχνουν πάνω του περιμετρικές τρύπες από πάνω μέχρι κάτω, για να «αναπνέει» το καμίνι, δηλαδή να βγαίνουν οι ατμοί της καύσης και να μην εκραγεί. Οι τρύπες αυτές (σαν «σωληνάκια» ανάμεσα στα ξύλα) σχηματίζονταν ως εξής: δεξιά και αριστερά από το σημείο που ήθελαν να ανοίξουν τη τρύπα έβαζαν ένα τούβλο και το έκλειναν από πάνω με ένα κεραμίδι, δημιουργώντας έτσι το «κενό» που χρειάζεται για να βγαίνουν οι ατμοί της καύσης.
Όταν το καμίνι (το «χωνί και οι τρύπες) είχε σχηματιστεί, το κάλυπταν όλο με βρεγμένες πευκοβελόνες (γιατί είναι εύφλεκτες) και πάνω από τις πευκοβελόνες έριχναν κοσκινισμένο (καθαρισμένο δηλαδή) χώμα το οποίο και έβρεχαν με νερό τόσο, ώστε να ρίξουν ακόμα ένα στρώμα χώματος και να κολλήσει. Το καμίνι ήταν πλέον έτοιμο για καύση.
Η φωτιά ξεκινούσε πάντα από πάνω και οι τρύπες υποβοηθούσαν τη σταδιακή εξάπλωσή της προς τα κάτω. Το πιο σημαντικό στάδιο κατά την καύση ήταν το γέμισμα του καμινιού, ο λεγόμενος «ντολμάς» ή «τάισμα», δηλαδή η συνεχής ενίσχυση του καμινιού με ξύλα για να διατηρηθεί η σταθερότητα και η ισορροπία στο εσωτερικό του, αφού χωρίς φροντίδα κατέρρεε.
Η καύση ήταν αργή και οι καρβουνιαραίοι έπρεπε να την επιβλέπουν συνεχώς. Η διάρκεια της καύσης εξαρτιόταν από την ποσότητα των ξύλων: για παράδειγμα τριάντα τόνοι ξύλα έβγαζαν περίπου οκτώ τόνους κάρβουνο (τετρακόσια τσουβάλια), ενώ η καύση διαρκούσε 15 ημέρες. Καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας, ο καπνός που έβγαινε από την κορυφή του χωνιού ήταν σκούρος, ενώ όταν είχε ολοκληρωθεί η καύση έπαιρνε το χρώμα του ουρανού. Τότε αφαιρούσαν σιγά – σιγά με φτυάρια το χώμα, καθώς και τα τούβλα και τα κεραμίδια με τα χέρια, τα οποία συγκέντρωναν σε μία στοίβα, ενώ σε μια άλλη έβαζαν τα κάρβουνα που στη συνέχεια τοποθετούσαν σε τσουβάλια.
Τα κυριότερα εργαλεία που χρησιμοποιούσαν ήταν τα τσεκούρια, τα φτυάρια («νταράκια»), οι «πηρούνες» και ένα είδος τρυπανιού.
Στη Μόρια τα περισσότερα καμίνια βρισκόταν στην περιοχή από τον Αη Γιάννη έως και τη διασταύρωση προς Μυτιλήνη, αλλά και στην περιοχή της Ουτζάς.
πηγή Μόρια Μυτιλήνη