Αναμνήσεις απο το χωριό.... Γενικά 

Ραφαήλους η Κούνους

(Η ιστορία αυτή είναι πραγματική και την πήρα από το βιβλίο του Παναγιώτη Μαλαμέλη «Παληοζωή». Τα γεγονότα, βέβαια, διαδραματίζονται στη Βατούσα, όμως ο Ραφαήλους έμεινε αρκετά χρόνια στην Πτερούντα, παντρεύτηκε τη Λουκία και φυσικά οι περισσότεροι Φτεριανοί κάποιας ηλικίας τον θυμούνται).

-Μη με χτυπάς με το σπαθί, σα πληγουθώ θα γιάνου
χτύπα με τα μάτια σου αν θέλεις να πουθάνω.

-Δεν είμι στσά να ξηραθώ, πλάτανους να μαδίσου
μόν’ είμι διντρουλίβανου τσ’ ανθώ τσι λουλουδίζου.

Σ’ ένα αλλόκοτο απτάλικο σκοπό μια φωνή τραχιά σαν κακάρισμα κότας έβγαινε από τη μισάνοιχτη πόρτα του καφενέ, ανάκατη με το σαματά, τους καπνούς και τη καφενεδίσια μπόχα. Ήταν ο Ραφαήλους που τραγουδούσε κι ήταν πάλι στα κέφια του και στα μεράκια του όπως ήταν σχεδόν καθημερινά. Έπινε συνέχεια από το σούρουπο μέχρι που κλείναν οι καφενέδες και καταλάγιαζε σαν πήγαινε στο γιατάκι του να λουφάξει. Εκεί στο μαχαλά του ακούγονταν πάλι τα σεβνταλίδικα τραγούδια του με την τσιριχτή φωνή.

-Πονάς εσύ πονώ τσι γω, τα δυο μας ένα πόνο,
εγώ τον έχω στην καρδιά μα συ στα χείλη μόνο.

Να είχε άραγε σεβντά ο Ραφαήλος ή ήταν κατάλοιπα από την άχαρη σκυλίσια ζωή παντέρημος και ξεκομένος από αυτό που λέμε οικογένεια; Νιός ακόμα χήρεψε και από τότε συντροφιά του παντοτινή το μπουκάλι με το ρακί. Δεν ήταν οκνός χαραμοφάης, Δε γινόταν ποτέ βάρος σε  κανένα, δούλευε σκληρά στα καμίνια, έκαιγε κάρβουνα ξεριζωτά και μόλις έπαιρνε το μερτικό του τ’ ακουμπούσε στο μάρμαρο του καφενέ μέχρι που σώνονταν οι παράδες και ύστερα άντε  πάλι από την αρχή. Τα μεθύσια του κράταγαν και μια βδομάδα ολόκληρη, όπως ο καπετάν  Μιχάλης του Καζαντζάκη. Ύστερα χάνονταν πάλι για λίγες μέρες, όσο χρειαζόταν να βγάλει καινούριο πράμα και ήταν καλός μάστορας στο ξεριζωτό κάρβουνο, μερακλής, φιλότιμος και μπεσαλής.
Τα καλοκαίρια πήγαινε στη Μακεδονία, στο θέρος και ήταν πρώτος στο τσικίμι με  την καβαλαριά για να προστατεύει το ζερβό χέρι από τ’ αγκάθια και τις ανανίδες. Σαν γύριζε στο χωριό άρχιζε πάλι τα μεθύσια του, που κράταγαν μερόνυχτα. Τα μάτια του κνικάτα και η μύτη του κόκκινη σαν πιπεριά , σημάδια της φωτιάς που έκαιγε τα σωθικά του. Κείνη τη χρονιά ήρθε απένταρος ολότελα. Δεν έμπαινε στον καφενέ, περνούσε απ’ έξω, έριχνε μια ματιά στο εσωτερικό έτσι να πάρει λίγη μυρουδιά σαν το λαγωνικό που μυρίζεται το θήραμα και ύστερα κάθιζε στην πεζούλα κάτω από τον πλάτανο ανεκούρκουδα, έστριβε ένα λαθραίο και στεκόταν με το κεφάλι ανάμεσα στις παλάμες του ώρα πολλή. Πέρασε ο φίλος και καρντάσης στα μεθύσια ο Τζιμπίλας και τον πικάρισε:
-Τι έγινε ρε Ραφαήλου δεν έφερες παράδες τούτ’ τη φουρά;
-Όχι ρε δεν έφερα. Πείραξα κανένα; Γύρηψα δαν’κά;
-Μα τι έκανες δε δούλεψες στη Μακεδονία;
Αγρίεψε τότε εκείνος και τον κάρφωσε:
-Σκατά έκανα, αρρώστσα τάφαγα.
Η απάντηση αυτή του Ραφαήλου έμεινε ιστορική.
Μια άλλη φορά πέρασε από μπροστά του ένας από τους καλύτερους νοικοκυραίους και κτηματίες του χωριού, ο συγχωρεμένος, ο Αντώνης Πλάκας. Βλέπει έτσι το Ραφαήλου σεκλετισμένο σαν χαμωφτεριασμένη όρθα να ξεροκαταπίνει το σάλιο του από τη δίψα και τον ρωτά:
-Τι κάνεις μπρέ Ραφαήλου, γιατί δεν έχεις κέφια σήμερα;
Πετάχτηκε εκείνος πάνω και λέει:
-Όχ’ αφεντικό δεν έχω ούτε δ’λειά ούτε παράδις τσ’ είμι γανιασμένους τσι ξηρός.
Του έδωσε ο κυρ Αντώνης λίγο χαρτζιλίκι και του είπε να πάει στα καμπιά να κάψει κάρβουνα ξεριζωτά μισιακά.
-Πρόσεξε όμως μη κόψεις βαλανιδιά, απαγορεύεται αυστηρά, μόνο πρίνους και κλαδούρες.
-Έννοια σ’ αφεντικό, θα βγάλω καλό πράμα, παγαίνου τώρα τσόλα;.
Ύστερα από λίγες μέρες έρχεται στο χωριό σκασμένος τσι ανεσουσούμιαστος. Τραβά κατευθείαν στο μαγαζί του Βασίλη Καλονιάτη που τον είχε κάτι σαν σύμβουλο, όπως και πολλοί άλλοι χωριανοί.
-Ω Βασίλ’ σώσι μι, ήντα θα κάνουμι τώρα που μ’ έκανε μύνησ’ η μπιχτσής επειδή έκουψα μια βαλανδούρα;
-Μη φουβάσι Ραφαήλου, εγώ θα σ’ απαλλάξω στο δικαστήριο φτάνει να κάνεις αυτό που θα σου πω. Πάμε στο καφενείο να κάνουμε μια πρόβα. Στο καφενείο έβαλε το Ραφαήλου να καθίσει  σε μια καρέκλα και μπροστά του, πίσω από ένα τραπέζι, στάθηκε ο ίδιος και του λέει:
-Λοιπόν ας υποθέσουμε ότι εγώ είμαι ο δικαστής που σε δικάζει και συ ο κατηγορούμενος.
Όταν σε ρωτήσω αν έκοψες την βαλανίδα, εσύ θα απαντήσεις- όχι δεν ήταν βαλανίδα αλλά  άγριο δέντρο, κατάλαβες:
-Κατάλαβα κυρ Βασίλ’.
-Αρχίζουμε, πως λέγεσαι κατηγορούμενε;
-Αφού το ξέρς κυρ Βασίλ’ γιατί με ρωτάς;
-Δεν είμαι ο Βασίλης αλλά ο δικαστής, απάντησέ μου.
-Ραφαήλους.
-Το επώνυμό σου;
-Δεν κατάλαβα;
-Το άλλο σου όνομα;
-Κούνους.
-Το όνομα του πατέρα σου;
-Κστόδουλους.
Της μητέρας σου;
-Βιτώρια.
-Μάλιστα. Είναι αλήθεια αυτό που σε κατηγορεί ο αγροφύλακας ότι έκοψες μια βαλανιδιά;
-Ναι, την έκοψα που να κουβόνταν τα χέρια μ’.
-Μα δε σου είπα να πεις όχι;
-Δε μπουρώ κυρ Βασίλ’ να πω ψέματα γέρους άθρουπους. Δεν αρθόνου αμαρτία απ’ του Θεό..
-Δεν είναι αμαρτία αφού με το ψέμα αυτό δεν βλάφτεις κανένα, το κάνουμε για να μη καταδικαστείς.
Τελικά, στη δίκη προσήλθε και ο ίδιος ο ιδιοκτήτης κυρ Αντώνης να υπερασπίσει το φιλαλήθη και καλοκάγαθο Ραφαήλου.
-Εγώ του είπα κύριε πρόεδρε να κόψει αυτό το δεντράκι που ήταν άγρια κλαδούρα και όχι
βαλανίδα και παρακαλώ να απαλλαγεί ο κατηγορούμενος.
Το δικαστήριο δεν επείσθη δια την ενοχή του κατηγορούμενου και τον απάλλαξε λόγω αμφιβολιών.
-Τι είπες κυρ Αντών’ πόσο μι δικάσαν;
-Δεν σε δίκασαν, είσαι ελεύθερος, πήγαινε στη δουλειά σου και πρόσεχε μην ξανακόψεις  δέντρο.
-Αμ’ δε κουβόνταν τα χέρια μ’.
Όταν τελευταία ο Ραφαήλους δεν μπορούσε να κάνει αυτή τη σκληρή δουλειά αποφάσισε να γίνει έμπορος. Πήρε ένα γάιδαρο σακάτη, πήγε στη Φίλια και αγόρασε χωματερά. Πιάτα, χαρανιά, θυμιατά κμαρέλια και τα πήγε στο πανηγύρι του Αγίου Ιγνατίου. Τα άπλωσε κάτω και μόλις πλησίασαν οι πρώτες γυναίκες έπιασαν να δούνε τα χρωματιστά κμαρέλια. Ο Ραφαήλους αγρίεψε:
-Μη τα πιάνιτι, γιατί ξηκουλούν τα χειρέλια τουν.
Φυσικά όταν τα άκουγαν αυτά οι γυναίκες έφευγαν χωρίς να αγοράσουν τίποτα. Αυτό όμως δεν τον ενοχλούσε τόσο όσο αναγκαζόταν να πει ψέματα.
Τα στερνά του ήταν πολύ καλά και καθώς λένε «στερνά καλά όλα καλά» ο Ραφαήλους τούτο το πέτυχε.
Κάποια Πλωμαρίτισσα χήρα τον γνώρισε και τον συμπάθησε. Παντρεύτηκαν και στεγάστηκαν σε ένα ντάμι, στην άκρη της Πτερούντας προς το Μιναρέ. Καθαρά ,νοικοκυρεμένα ,λούφαξαν εκεί απόμερα να ξεκουράσουν τα βασανισμένα τους κορμιά. Εκείνη γύρω στα πενήντα, εκείνος εξήντα τριών.
Βέβαια ,μετά από δέκα περίπου χρόνια ο Ραφαήλους πέθανε, όμως η γυναίκα του η Λουκία ζει και μάλιστα είναι πολύ καλά στην υγεία της.

πηγή:

Related posts