Στο χωριό του παππού μου (Δημήτρης Σαραντάκος)
Το σημερινό είναι το έβδομο απόσπασμα από τα “Εφτά ευτυχισμένα καλοκαίρια”, το ανέκδοτο αυτοβιογραφικό πεζογράφημα του πατέρα μου, του Δημήτρη Σαραντάκου. Δημοσιεύτηκε πριν από καμιά δεκαριά μέρες στο Εμπρός της Μυτιλήνης, την εφημερίδα με την οποία συνεργαζόταν για πολλά χρόνια ο πατέρας μου. Το προηγούμενο απόσπασμα μπορείτε να το βρείτε εδώ. Βρισκόμαστε πάντοτε στο καλοκαίρι του 1936. Το χωριό του παππού του πατέρα μου, που λεγόταν Μυρογιάννης, είναι η Μόρια, λίγο έξω από τη Μυτιλήνη.
Τις πρώτες μέρες στο χωριό, με ξυπνούσαν τα κοκόρια, που άρχιζαν να κράζουν από τα χαράματα.
Την αρχή την έκανε ο κόκορας του γείτονά μας, που είχε φωνή πολύ δυνατή και επιβλητική. Αληθινό σάλπισμα. Αμέσως απαντούσαν δυο μακρινά λαλήματα και ακολουθούσαν όλα τα κοκόρια της γειτονιάς. Καθώς ήμουν ασυνήθιστος σ’ αυτήν τη συναυλία, σηκωνόμουν από το κρεβάτι και πήγαινα στο παράθυρο. Η μαμά μου, μισοκοιμισμένη, μου φώναζε να πέσω πάλι, αλλά εγώ τίποτα. Κατέβαινα με τις πιτζάμες στο κάτω σπίτι, όπου η γιαγιά μου ήταν κιόλας ξύπνια και ντυμένη και άναβε στη φουφού τη φωτιά για το πρωινό τσάι. Το κακό ήταν πως μόλις μ’ έβλεπε, μ’ έπαιρνε από το χέρι και με πήγαινε στο πλυσταριό για να με πλύνει κι ύστερα μ’ έστελνε πάλι επάνω για να ντυθώ κανονικά.
Όταν, έτοιμος πια, κατέβαινα, μπορούσα να καθίσω στο τραπέζι. Περιμένοντας να γίνει το τσάι, παρακολουθούσα τη γιαγιά, που έριχνε από ένα μαυρισμένο ρογί λίγο λάδι στο καντήλι που έφεγγε στο εικονοστάσι, άλλαζε φυτίλι και το άναβε και κατόπιν θυμιάτιζε τις εικόνες κι όλο το κάτω σπίτι, που γέμιζε με τη βαριά μεθυστική μυρουδιά του λιβανιού. Ύστερα στεκόμασταν κι οι τρεις ορθοί γύρω από το τραπέζι και κάναμε το σταυρό μας. Ο ήλιος που μόλις είχε προβάλει από την Ουτζά, γέμιζε την κάμαρη. Όλη αυτή η διαδικασία γινόταν σιωπηλά, ο παππούς ήταν πάντα λιγομίλητος κι η γιαγιά πολύ αφοσιωμένη, με κινήσεις σχεδόν τελετουργικές, που μ’ εντυπωσίαζαν.
Όταν αποτρώγαμε, ο παππούς χαιρετούσε κι έφευγε. Βγαίνοντας στο δρόμο, έκανε πάλι το σταυρό του.
Από εκείνη την ώρα ήμουν ελεύθερος. Μπορούσα να πάω στο δώμα του πλυσταριού να χαζέψω το τάισμα των ζωντανών στην αυλή του γείτονα ή να δω την κοπέλα του άλλου σπιτιού να ποτίζει τα λουλούδια του κήπου τους. Όπως έμαθα, την έλεγαν Άσπα, αλλά στη γειτονιά ήταν γνωστή σαν «κόρη του Κινέζου» γιατί ο μπαμπάς της είχε ζήσει πολλά χρόνια στην Κίνα. Αυτή η πληροφορία μού κίνησε ακόμα πιο πολύ το ενδιαφέρον για την όμορφη γειτόνισσα.
Αργότερα, μ’ άφηναν να βγω στο δρόμο και να πάω ως το μαγαζί του παππού ή να παίξω με τα γειτονόπουλα, αν και το πρωί συναντούσα πολύ λίγα. Τα παιδιά του χωριού μού φάνηκαν τελείως διαφορετικά από τα γειτονόπουλα που γνώρισα στην πόλη πριν λίγες μέρες. Όλα τους γυρνούσαν με μια σφεντόνα στην κωλότσεπη και ήταν άσσοι στο σημάδι. Μπορούσαν επίσης να σκαρφαλώνουν σ’ όλα τα δέντρα, ακόμα και σε κυπαρίσσια. Γενικά, μου φάνηκαν πιο θαρρετά από τα παιδιά της πόλης και μπορούσαν να κάνουν δουλειές που εγώ νόμιζα πως τις κάνανε μόνο μεγάλοι. Τα πιο πολλά βοηθούσαν τους γονιούς τους στα χωράφια, πήγαιναν τα ζώα στη βοσκή, ξεβοτάνιζαν, κόβανε ξύλα και φόρτωναν το γάιδαρο. Τα παιδιά του μπακάλη βοηθούσαν τον πατέρα τους στο μαγαζί. Σ’ αντίθεση με την πόλη, στην παρέα του χωριού δεν υπήρχαν κορίτσια.
Η παρέα συγκεντρωνόταν από νωρίς το απόγευμα. Το στέκι της ήταν μια χτιστή βρύση στο κάτω χωριό, που τη λέγανε «Τσεσμέ». Από τον κρουνό της έτρεχε συνέχεια νερό, μου είπανε όμως από την πρώτη μέρα να μην πιω «γιατί είχε αβδέλλες». Δεν ήξερα τι ήταν αυτές οι αβδέλλες κι ανάλαβε να μου το εξηγήσει ο Πάτροκλος. Όπως μου ‘πε, οι αβδέλλες ήταν κάτι σκουλήκια που πίνανε το αίμα των ζώων και των ανθρώπων. Ζούσαν μέσα στο νερό, στα ποτάμια και τις βρύσες κι αλίμονό σου αν βουτώντας τα πόδια σου ή πίνοντας το νερό τους σου κολλούσε ή κατάπινες καμιάν αβδέλλα. Θα σου έπινε όλο το αίμα.
Ένοιωσα φρίκη και σιχασιά για τις αβδέλλες, αλλά τελικά δεν είδα ποτέ μου καμιά.
Γενικά από τις πρώτες μέρες διαπίστωσα πως υστερούσα σε πλήθος γνώσεων από τα παιδιά του χωριού. Ξέρανε όλα τα χόρτα και βότανα με τ’ όνομά τους, ποια τρωγόντουσαν και ποια όχι. Ξέρανε επίσης πώς γκαστρώνονταν οι γελάδες, οι κατσίκες, οι προβατίνες, οι γαϊδάρες, οι φοράδες, οι γάτες και οι σκύλες και μου τα περιγράψανε με κάθε λεπτομέρεια.
Για να αντισταθμίσω τις ελλείψεις μου, άρχισα να τους διηγούμαι για τη ζωή στην Αθήνα. Με ικανοποίηση διαπίστωσα, πως παρά τις καυχησιές τους, τα περισσότερα δεν είχαν πάει ούτε καν ως τη Χώρα, ελάχιστα είχαν μπει σε αυτοκίνητο και κανένα, εκτός από τον Πάτροκλο, σε βαπόρι. Κανένα τους δεν είχε δει κινηματόγραφο και δυσκολεύτηκα πολύ να τους δώσω να καταλάβουν τι είναι. Δεν είχαν φυσικά ιδέα τι είναι τα τραμ και ο ηλεκτρικός σιδηρόδρομος.
Ήταν η εποχή που βγαίνανε στα δέντρα τα πρώτα τζιτζίκια. Όπως μου ‘παν οι καινούργιοι φίλοι μου, για να πάει καλά το καλοκαίρι, έπρεπε να πιάσεις τον πρώτο τζίτζικα που θα ‘βλεπες, και να τον δαγκάσεις ελαφρά, χωρίς να τον σκοτώσεις. Ακούγοντάς τα στην αρχή σιχάθηκα, αλλά βλέποντας τ’ άλλα παιδιά να το κάνουν, ντράπηκα να υστερήσω και πιάνοντας έναν τζίτζικα τον έφερα στο στόμα μου. Αισθάνθηκα ένα χαρχάλεμα από τα φτερά και τα πόδια του και τον άφησα αμέσως.
Το καλαμένιο ιππικό μας προχωρούσε στην κοίτη του ρυακιού, που αλλού είχε λίγο νερό κι αλλού ήταν στρωμένη με άμμο. Λυγαριές, καλαμιές, βατόμουρα και αρκουδόβατοι σκέπαζαν τις όχθες του. Βαδίζοντας στην κοίτη, έβλεπα κάπου – κάπου κάτι περίεργες μάζες σα βρόμικα μπαμπάκια, που δεν ήξερα τι είναι και ρώτησα τον πολύξερο Πάτροκλο.
«Είναι από τα βατράχια», μου είπε και με την ευκαιρία μού εξήγησε τι μυστήριο ζώο είναι ο βάτραχος.
«Την άνοιξη γεμίζει το νερό στο ποταμάκι με κάτι μικρά μαύρα στρογγυλά ζωάκια με μια μικρή ουρίτσα, που κουνιέται συνεχώς. Όταν τα βγάλεις από το νερό, συνεχίζουν να κουνάνε την ουρίτσα τους για πολλήν ώρα, ύστερα όμως ψοφούν.
Σε μια – δυο βδομάδες τα ζωάκια μεγαλώνουν λίγο και βγάζουν ποδαράκια. Κατόπιν το χρώμα τους γίνεται πρασινόμαυρο και ξεχωρίζει το κεφάλι τους με κάτι μεγάλα μάτια. Μεταμορφώνονται σε μικρά βατραχάκια με ουρά. Τώρα όσην ώρα κι αν τα κρατήσεις έξω από το νερό δεν ψοφάνε. Κατόπιν χάνουν την ουρά τους και γίνονται κανονικοί βάτραχοι.»
Αυτούς που έβλεπα τώρα, ήταν πια μεγάλοι κι αυτοί αφήναν αυτά τα παράξενα μπαμπάκια στο ποταμάκι.