Η ΑΓΙΑ ΒΑΡΒΑΡΑ και ΟΙ ΠΕΙΡΑΤΕΣ
Μικρός δεν έδινα σημασία στην γιορτή της Αγίας Βαρβάρας. Ίσως γιατί ποτέ δεν έτυχε να πάω ποτέ στο πανηγύρι της στα Πάμφυλα, ίσως μού φαινόταν βαρβαρικό το όνομα, πιθανόν γιατί η γιαγιά μου η Παφλιώτισσα με είχε ζαλίσει με τη Αγιά Βαρβάρα της.
Η γιαγιά Ελένη πηγαινοερχόταν δυο μήνες στα Πάμφυλα, δυο μήνες στη Γέρα. Τη θυμάμαι σαν μια άκακη γυναίκα, που δεν μπορούσε κανείς να την πει παλαβοπαφλιώτισσα. Ίσως η απότομη «προσγείωσή» της στη Γέρα να την ανάγκαζε να καταχώνει στα τρίσβαθα της ψυχής της το παφλιώτικο κουσούρι της, την ιερή των Παμφύλων τρέλα. Όμως σαν που πέρναγαν τα χρόνια άρχισα να καταλαβαίνω πως με μπόλιαζε κι εμένα σαν ήμουνα μικρός, σιγά σιγά, με το παφλιώτικο μικρόβιο.
Τους βροχερούς χειμώνες οι ιστορίες έπαιρναν και έδιναν. Μα, σαν πλησίαζε ο Δεκέμβρης η γιαγιά συνέχεια μιλούσε για την Αγιά Βαρβάρα, την «Βαρβαρούδα» της, όπως την έλεγε. Και δώστου το τροπάριο «Βαρβάραν τὴν ἁγίαν τιμήσωμεν· ἐχθροῦ γὰρ τὰς παγίδας συνέτριψε, καὶ ὡς στρουθίον ἐῤῥύσθη ἐξ αὐτῶν, βοηθείᾳ καὶ ὅπλῳ τοῦ Σταυροῦ ἡ πάνσεμνος». Αυτό πια το «Βαρβάραν τὴν ἁγίαν τιμήσωμεν» το είχα μάθει απέξω κι ανακατωτά. Και να ρωτάς τη γιαγιά τι είναι μαθές αυτό το «στρουθίον» και να σού λέει άλλα λόγια να αγαπιόμαστε. Εκείνο όμως που κέντριζε τη φαντασία μου ήταν η ιστορία της Αγιά Βαρβάρας, όπως μου τη διηγότανε και άντε κάθε χρονιά η ίδια ιστορία κι οι ίδιες αναπάντητες ερωτήσεις.
Είχε, μού έλεγε, το χωριό κάμποσους πύργους που μέσα τους κλείνονταν για ασφάλεια οι νοικοκυραίοι σαν που έβγαιναν στη στεριά οι πειρατές. Και μπέρδευε η καημένη τους πειρατές με τους Τούρκους κι όταν την ρώταγα «ποιοι κάναν την επίθεση οι τούρκοι για οι πειρατές» μού έβαζε φρένο στις απορίες:
«Του ίδιου καν’ ! Τι τούρκοι, τι πειρατές! Άκγει να μαθαίνς».
Δεν έδινα συνέχεια στις απορίες, μα άκουγα ευλαβικά πώς έσωσε κάποτε το χωριό από τους τουρκοπειρατές η Αγιά Βαρβάρα. Ήταν μια τρομερή επιδρομή, δεν είχαν σκοπό να ορμήσουν, ως συνήθως, μια –δυο ώρες στο χωριό κι ό,τι αρπάξουν. Ασκέρι ολάκερο είχε έρθει τούτη τη φορά. Όσος κόσμος πρόλαβε κλείστηκε στους πύργους και πολλοί μέσα στην εκκλησιά παρακαλούσαν την Αγιά Βαρβάρα. Δεν θυμάμαι καλά, αν ήταν της γιαγιάς η διήγηση ή η φαντασία μου έπλαθε την εκκλησιά μεγάλη σαν κάστρο. Και δώστου να ορμούν οι πειρατές με σκάλες, να μπουν από τα παράθυρα. Μα, τα λόγια της γιαγιάς τα τελευταία τα θυμάμαι πολύ καλά.
« Σαν βάζαν μουρέλλιμ τς σκάλις να ανεβούν στα παραθύρια, νόμζις πους πέφταν αστραπές στα χέρια ντουν. Στραβώναν τα δαχτύλια ντουν, τσι πέφταν απ’ τις σκάλις. Πήραν τότις θάρρους οι Παφλιώτις πους η Αγιά Βαρβάρα τς προυστατεύβγ’, τς αρχίσαν να τς πιτούν καμένα λάδια. Καμέν΄ τσι σκουτουμέν’ , τα παρατήσαν απ’ τουν φόβου ντουν, τσι απού τότις δεν ξαναφανήκαν πειρατές στου χουριό».