ΒΡΕ ΔΕ ΜΠΑ ΝΑ ΛΕΝ!!!
Στ’ Κουντουρουδιά σταματά μια τζιπάρα άλλου πράμα!!!! Άστραφτε ολόκληρου, κατειβαίν’ απού μέσα μια κουπηλάρα Θε(ε) μ’ βουγήθα!!!! Κουρμί λαμπάδα, πρώτου μπογ’ μη κατ’ …. «πλουμίδια» , μα κατ’ «πλουμίδια» !!!!! Τι «μπαλκόνια», τι μέσεις, τι πουδάρεις κόλας΄ σκέτ’!!! Άσει που χαμ’λά φουρούσει ένα μίνι που έκρυβει μόνου τουν …..αφαλό τς!!!! Μο στ’ ν τηλεόρασ’ τσι στου σινιμά τα βλέπς αυτά!!!! Ούλ’ σταματήσαν τσι θαμάζαν!!!! Πήγει τσι στάθ’ τσει στου λιμάνι , έβλειπει τα’ βάρκεις αλλά μ’λια δεν ίβγαζει!!
Σι κουμάτ’ λόγιαζει τ’ βάρκα που πιρνά καρσί στου Πέραμα. Καπτάνιους που ήνταν μέσα λεγ’ συ 5 λιπτά ξεκινούμε. Η Κουπιλιά λεγ’ όχ, Εγώ θέλω να πάω στο Πέραμα αλλά θέλω να πάω με βάρκα που να ταξιδεύει με τα κουπιά!!! Εμ’ που θα βρεις τέτοιου πράγμα, λέει ένας βαρκάρης . Γι κουπιλιά επέμεινε εγώ θέλω να πάω με κουπιά, πληρώνω καλά, αλλά αυτό θέλω. Δηλαδή ρε κουπιλιά πόσα πληρών’ς ρουτά ένας ψαράς πανύψηλος και μπρατσουμένους; Η κουπιλιά λέγ και 200 και 300 ευρώ τα δίνω αρκεί να κάνω το κέφι μου!!!
– Πήδα μέσα, λέγ γι βαρκάρ’ς.
– Στάσου αυτή έχει μηχανή!!! Λέει η κοπέλα.
– Μωρέ πήδα μέσα τσιγι μηχανή δεν πρόκειτει να δ’λεψ’, μι τα κουπιά θα πάμει τσι θα γυρίσουμι!!!
– Μπαίν’ γι κουπέλα στ΄βάρκα ,κάθ’σει κάτου τσι γι βαρκάρ’ς άρχισε να κάνει κουπί με πλώρη στου Πέραμα!! Μα τσίνους έβλειπει άλλα πράματα αφού του μίνι τ’ κουπέλας δεν έκρυβει τσι τίπουτα!!!
Ανάψαν τα αίματα λαμπαδιάσαν τα πάντα!!! φρούμαζει, ξυφρούμαζει , τσι του κουπί, κουπί .
Μόνο που μονολογούσε : Πω πω τι θα λέν!!
Μετά από λίγο πάλι : Πωω πωωω τι θα λέν!!
Ξανά : Πωωωω πωωωωω τι θα λέν!!
Μα του είπει τόσεις φουρές που ι Κουπέλα παραξινεύτ΄κει τσι τουν ρώτ’σει Ποιοι θα λένε;
– Κατ’θ’κάμ’ είναι τούτα, λέει η βαρκάρ’ς συνεχίζοντας το κουπί!
Η κοπέλα, όσο προχωρούσαν προς τα μέσα, στριφογύρναγε μεσ’ τ’ βάρκα, έσκυβει απ’ τη μια, έσκυβει απ’ ν’ άλλη μι του φουκαρά του βαρκάρ’ που τα έβλεπε όλα !!!! ναμονολογεί πάλι!!!
– Πωω πωωωωω τι θα λέεεενν!!!
– Πωωω πωωω τι θα λέεεεεννν!!!
– Μα τι θα λένε πια κι είναι τόσο σημαντικό; Λέει πάλι η κοπέλα;
– Ε, δεν καταλαβαίν’ς εισί μια κουπιλάρα μπιμπελό σουσώ, μι τα ούλας, ιγώ ένας άντρας νέος , δυο νέοι μουναχοί καταμεσής στο κόλπο, ε τι θα λεν μαθές ;
Γέλασει γι κουπέλα , (της γυάλισε κι αυτηνής ο βαρκάρης), και του λέει : ε αφού θα λεν, έλα!!!
Ε σταμάτ’ σει γι κουπηλασία τσι γίντσει τσίνου που γίντσει!!!
Σα νι ξιμπιρδέψαν, γι βαρκάρ΄ς παίρνει τα κουπιά κι αρχίζει πάλι να κωπηλατεί, μόνο που τώρα γι «σκουπός» άλλαξει :
Βρε δεν πα να λεν’ δεν πα να λεν!!!!