Αναμνήσεις απο το χωριό.... Ασουματιανός Γενικά Ταξίδι στον χρόνο 

Γι φόρατζης * στου …..τσαγκάρ(η)

Η  (πραγματική)  ιστορία  δεν είναι σημερινή, άσχετα  αν  οι  συνειρμοί   παίρνουν  το δικό τους δρόμο…

Την     εποχή εκείνη      ο τόπος  μόλις έβγαινε από τις στάχτες   της απόλυτης καταστροφής  της   ναζιστικής   κατοχής, αφενός,  και της εμφύλιας   κατάρας,  αφετέρου, που την ακολούθησε. Είχε  λοιπόν καθιερωθεί   και εφαρμοζόταν  ένα   σύστημα   είσπραξης φόρων  με   μετακινούμενους /επισκέπτες  φοροεισπράκτορες  που διέρχονταν  από τα χωριά  και εισέπρατταν  φόρους με βάση  τις  φορολογικές καταστάσεις  που έφεραν  μαζί τους και τα λεγόμενα   διπλότυπα είσπραξης που έκοβαν  στους φορολογούμενους, όταν αυτοί πλήρωναν  τους  φόρους τους. Το σύστημα    αυτό έφτασε  σίγουρα  μέχρι την μεταπολίτευση . Η αμοιβή τους πιθανόν  να είχε κάποια  σχέση με τις εισπράξεις που πετύχαιναν  και έτσι  γινόταν πιεστικοί.  Ο  φοροεισπράκτορας, λοιπόν,    έπρεπε να   επισκεφτεί όλους τους επαγγελματίες του χωριού   και το βράδυ  να περάσει    και από όλα   τα καφενεία  του χωριού προκειμένου να  τον δουν οι κάτοικοι   και να   πληρώσουν  τις οφειλές  τους. Το βράδυ ο «φόρατζης»  διανυκτέρευε  στο χωριό, στο γραφείο της κοινότητας στο μέσα   δωμάτιο το   οποίο    μάλιστα  το έλεγαν το δωμάτιο του Κουμπάρου, από το όνομα του «φόρατζη» .

Η  ιστορία   μας  λοιπόν  φέρει τον   «φόρατζη»  να έχει   επισκεφτεί  το χωριό και στα πλαίσια  της δουλειάς  του πέρασε και από έναν τσαγκάρη, ο  οποίος  (δεκαετία  ’50) διατηρούσε ένα μικρό  τσαγκαράδικο  σε  μια γειτονιά  του χωριού  προκειμένου  να εισπράξει και από εκείνον τους, όποιους  οφειλόμενους φόρους.   Ο   τσαγκάρης  μας, καθόταν  σε μια συνηθισμένη ψάθινη καρέκλα, κάτω από την οποία είχε  τοποθετήσει  ένα  σανίδι σε όλη την έκταση  της καρέκλας δημιουργώντας ένα χώρο όπου τοποθετούσε  τα εργαλεία  του (φαλτσέτες, σφυριά, σουβλιά κλπ). Εκεί είχε πάντα ήταν τοποθετημένο  και ένα  πιστόλι. Η συγκεκριμένη   εποχή, τόσο κοντά  στον εμφύλιο, με τα πάθη τόσο πρόσφατα και τις πληγές ακόμα ανοιχτές υπήρχαν άνθρωποι που ένιωθαν απαραίτητη την κατοχή του όπλου για  τους  δικούς τους λόγους .

Ο  «φόρατζης» λοιπόν ανοίγει την πόρτα του τσαγκαράδικου ζητώντας από τον φτωχό τσαγκάρη να πληρώσει  του  φόρους του πιέζοντας, για άλλη μια φορά.

Ο Τσαγκάρης δεν  τον αποπήρε, του λέει  με ήρεμη φωνή:
-«έλα  μέσα τσι σφάλει ντ’ πόρτα να τα πούμει» .

Ο φόρατζης κλείνει  την πόρτα  και όρθιο  ακόμα ανοίγει  την τσάντα  του αναζητώντας τις καταστάσεις του σίγουρος πως   ότι αυτή τη φορά η επίσκεψη  θα είχε αποτέλεσμα.  Όταν  σηκώνει το κεφάλι του  βλέπει  τον τσαγκάρη να κρατά το πιστόλι  απειλητικά δηλώνοντάς  του :
-«παλιού κουπριγιά έδγιου θα σ’ απουθέσου, *μες  στου  τσ’βαλ   θα σι βγάλου απέδιου  !!!»

Έντρομος  ο  φόρατζης, τρέμοντας για τα χειρότερα,   λέει :
-Τζάνουμ  μάστουρα,  άσει  μι   να παγιένου   τσι δεν  θα ξανάρθου, όχ’  στου μαγαζί  σ’    αλλά   μηδι στ’ ιγτουνιά    δε  ξανάρχουμει    πουτέ, μήδι θα πω  σι  κανέναν τίπουτα!!!

Ο τσαγκάρης, αφού   τον  τρομοκράτησε ακόμα λίγο του λεέι :
-Ξυκουμπήστσι   ρε  τσι μι   ξανά έρθ’ς   ίσα δγιου  γιατί θα συ φλάξουτσι θα σι παραχώσου  μεσ’  σι  καμιά πιζούλα!!!

Ο  φόρατζης  την γλύτωσε όμως οι   γνωρίζοντες αναφέρουν ότι  ο   τσαγκάρης και εκείνος   δεν   ξαναβρέθηκαν  στον ίδιο χώρο, ούτε καν στον   ίδιο καφενέ, αλλού ο ένας  αλλού ο άλλος!!!

 

 

Φόρατζης =  φοροεισπράκτορας

Related posts