ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΦΟΡΤΗΓΟ ΤΗΣ ΕΡΕΣΟΥ ΚΑΙ ΕΝΑΣ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΩΔΗΣ ΓΑΜΟΣ (του Αντώνης Μεταξάς )
Το fb και ειδικά η δημόσια ανάρτηση, (στον Ερεσιώτικο Πολιτισμό), με προβλημάτισε αν είναι σωστός χώρος γι αυτή την όμορφη και με πολύ χιούμορ ιστορία. Το δίλημμα: Να την περιγράψω απλά και να την καταλάβουν όλοι ή να την αποδώσω όπως την άκουσα στην τοπική διάλεκτο και να την καταλάβουν λίγοι. Ένα άλλο πρόβλημα είναι το ότι είναι μεγάλη. Σημειώνω πως από παιδί, είχα μια συνήθεια να κρατώ σημειώσεις όταν άκουγα στους καφενέδες της πλατείας του Γιαλού, τέτοιες ιστορίες ή εκείνες τις φοβερές ατάκες μεταξύ των Ερεσιωτών εκείνης της αξέχαστης εποχής. Δεν με ενδιέφερε και δε ρωτούσα ούτε ποιος είναι αυτός που τα διηγείται, ούτε ποιον αφορούν. Με ενδιέφερε το «άκουσμα», η γλώσσα, το ηχόχρωμα της φωνής, ο τρόπος αφήγησης και το «στόλισμα» δηλ. τα δικά του που έβαζε ο καθένας στην ιστορία. Κάποιες ιστορίες τραβούσαν πολύ σε μάκρος, καθώς κάθε λίγο άκουγες «δε γίντσι έτικιου» (δεν έγινε έτσι) και προστίθονταν μια νέα εκδοχή. Μέσα σε κάποια χρόνια είχα συγκεντώσει αρκετό υλικό και σκόπευα να το κάνω ένα βιβλίο για την Ερεσό. Όμως κάποιο ατύχημα στο διαμέρισμα, κατέστρεψε αρκετά ενθύμια και το μεγαλύτερο μέρος των παιδικών μου αυτών σημειώσεων. Ευτυχώς κάποιες από αυτές τις ιστορίες, τις έχω ακόμα ζωντανές στη μνήμη μου. Ανάμεσά τους και αυτή η αφήγηση για ένα περιπετειώδη γάμο, όπου βασικό ρόλο έπαιξε και το ιστορικό φορτηγό, καθώς είχε πάει σε κοντινό χωριό να παραλάβει «πακέτο» μια νύφη και το γαμπρό, συγγενείς και καλεσμένους και να τους μεταφέρει στην Ερεσό για να γίνει ο γάμος, στην εκκλησιά της Παναγιάς που ήταν ένα τάμα της μάνας της νύφης, πάνω σε μια δύσκολη γέννα.
Το σχέδιο των γονιών της νύφης ήταν, να έρθει η νύφη στην Ερεσό καβάλα πάνω σ’ ένα άσπρο άλογο, όλη τη διαδρομή, και πίσω της να ακολουθεί το φορτηγό με το γαμπρό, τους συγγενείς και καλεσμένους των δυο οικογενειών. Φθάνοντας στην Ερεσό και στη Φόν(ι)σσα- όπου θα τους περίμενε η ορχήστρα με τα Κωτσέλια – θα κατέβαιναν όλοι από το φορτηγό και με τη νύφη μπροστά πάνω στο άσπρο άλογο, τους δικούς της από κοντά, την ορχήστρα μετά, το γαμπρό με τους δικούς του πίσω από την ορχήστρα και όλους τους υπόλοιπους πιο πίσω θα ανηφόριζαν για την εκκλησιά της Παναγιάς. Ο θείος Μιχάλης που ήταν οδηγός και ιδιοκτήτης του φορτηγού, είπε πως έτσι αργά πηγαίνοντας και έχοντας στην καρότσα τόσο κόσμο, μπορεί να καεί η μηχανή του φορτηγού και έπρεπε να βρεθεί άλλος τρόπος. Αποφάσισαν να βάλουν τη νύφη μέσα στο φορτηγό δίπλα στον οδηγό και να δέσουν το άλογο πίσω από το φορτηγό να ακολουθεί και έτσι να έρθουν στην Ερεσό. Πριν μπουν όμως στο χωριό, θα έβγαζαν τη νύφη έξω να καβαλήσει το άσπρο άλογο και να γίνουν όλα σύμφωνα με το πρώτο σχέδιο. Αυτά τα κουβεντιάζανε ο πατέρας μου με τον αδελφό του Μιχάλη, μια Κυριακή πριν το γάμο, παρουσία του παππού Κώτσου και των γυναικών τους (μικρή φωτογρ.) Ο θείος όμως – αν και είχε συμφωνήσει – τώρα έλεγε πως όλο αυτό ήταν μπελάς και φοβόταν, με το άλογο δεμένο πίσω από το φορτηγό, μη γίνει κανένας «χατάς» (ατύχημα). Γυρίζει τότε ο πατέρας μου και του λέει: «Αφού τσ αυτό σι νευριάζ… βάλ’ τ’ άλογου δίπλα σ,’ στου καμαρέλ(ι) τσι δέσι τ’ νύφ’ πισ’ απ’ του φο(υ)ρτηγό!» (Αφού και αυτό σε νευριάζει, βάλε το άλογο δίπλα σου στην καμπίνα και δέσε τη νύφη πίσω από το φορτηγό!)
Και τώρα μεταφερόμαστε σ’ ένα Σαββατόβραδο, με την πλατεία του Γιαλού γεμάτη κόσμο και από άλλα χωριά. Στον καφενέ, ανάμεσα στις άλλες παρέες, είναι και μια παρέα με τρεις άντρες και δύο γυναίκες. Οι άντρες με τα καραφάκια (μεζές ξυδάτο χταπόδι, πιπεριές τουρσί και ελιές), οι γυναίκες να πίνουν πορτοκαλάδες. Απλοί άνθρωποι, τσομπάνηδες και άγνωστοι σε μένα, 9χρονο παιδί τότε. Ένας από τους άντρες, γεροδεμένος, με «γεμάτη» πολύ χαρακτηριστική φωνή, καλεσμένος σ’ αυτό το γάμο, όπως κατάλαβα λίγο μετά, αφηγούνταν στη παρέα του, αργά-αργά, απολαυστικά και με μικρές διακοπές – καθώς έπινε και τσιμπούσε κανένα μεζέ – με ένα ανεπανάληπτο, έντονα παραστατικό και απίθανα αστείο τρόπο, στη τοπική διάλεκτο τα συμβάντα. (Από το σημείο αυτό, οι πολλοί θα ψάχνετε στη μετάφραση, αλλά… δεν θα ανταποκρίνεται).
«Ο Μχάλ(η)ς, είδ’ κι σννουφιά τσ’ ήρθι νουρίς. Γω τσ’ ακόμα καμπόσ’ φλάγαμ΄απόξου απ’ του σπίκ(ι) τσ’ νύφς… σαζόνταν έφτου. «Μη χασουμερούτε… θα βρέξ’», φώναξι τσι πήγι να πάρ’ του γαμπρό. Γω λόγιαζα τ’ άσπρου άλουγου μεσ’ κι αυλή τσ’ νύφς στουλισμένου, λόγιαζα τσι του τσιρό τσ’ ίλεγα μι του νου μ’, μιγάλου χνερ θα πάθουμι. Στου τρίτου τσιγάρου, ξανάρθ’ ο Μχάλ(η)ς με του φουρτηγό τσι του γαμπρό τσι του σόγι τ’ μέσα. Ω!, λέγου μι του νου μ’, μεις δε χουρέσουμε… θα μείνουμ’ απόξου! Ο γαμπρός τσ’ ούλ’ στουλσμέν(οι) σκαλουμέν(οι) πάνου σ’ κάσα. Άξαφνα άστραψι τσ’ ακούσκι μπουμπουνητό σα κανουνιά. Ο Μχάλ(η)ς βίρα να κουρνάρ’ τσι να φουνάζ’ «Άγντι, θα βρέξ! Φεύγουμι!» Μντα, δεν ακούγας… τσ’ η νύφ είχ’ μετανοιώσ’ για τ’ άλουγου, τά βλεπι σα ριζιλίκια. Ε, ρε, κπάρι μ’… τσι ξικ(ι)νά μια βρουχιιιιιι!!! Μι τα τουλούμια… παρατζλιά να κι είχας, τέτοιου νερό δε θάπιφτι!!! Γω μαζί μι τσ’ άλλ(οι) πού ‘μασταν δίπλα στου φουρτηγό… σα κατσάκδες πδούσαμι πάνω! «Ίσα παλ(ι)κάρια , ίσα πιδιά, αρπούτι του μουσαμά!.. σύρ’τι, τραβούτι γιρά!!» (Ο αφηγητής είχε ανασηκωθεί στην καρέκλα που καθόταν και με απλωτές κινήσεις των χεριών, συνόδευε την περιγραφή που έκανε, εγώ που παρακολουθούσα αλλά και άλλοι είχαμε σκάσει στα γέλια, αλλά στα μουλωχτά. Στο διπλανό όμως τραπέζι κάποιος που οι χερούκλες του αφηγητή περνούσαν ξυστά από το κεφάλι του είχε ενοχληθεί.) Φώναζαν γαμπρός τσι μπαμπάς μαζί, τσι μεις σύρναμι, τραβούσαμι του μουσαμά να τον τεζάρουμε πάν’ απ’ κι κάσα, τσι μι μια γιρί τραβξιά έκατσι.»
«Έ, κπάρε, όξου απ’ του γιαλό κουλ(υ)μπάς! Ντάνε τούτις οι απλουτές… πάς στου τσιφάλι μ’; (του πέταξε ο νευριασμένος απ΄το διπλανό τραπέζι και ο αφητής ξανάκατσε στην καρέκλα του, ενώ ο μισός κόσμος στον καφενέ έπνιγε με διάφορα τεχνάσματα το γέλιο του.) «Ιγιού, ριζίλ γίνκαμι! Καλά στα λέγ(ει) ο άθρουπους, κρούσκας δίπλα! Πιο χαμλά δε μπουρείς να μλάς; Σι καφινέ είμαστι τσ’ όχ(ι) σκι μάντρα!» «Γ(υ)ναίκα, μάινα! Πουλύ σικί πήρις, τσι θα σ’ έβρ’ μπιλάς! Κόψ’ κι φόρας! Στου καφινέ μλούς γι αθρώπ’ δε κάντι σα τσ’ βόλοι!» «Άγντι, καλά, δε μλώ, τσι μας ακούγ(ει) τσι κόσμους.» «Πιτάχτκις σκι κουβέντα σαν ουρνός τσι ξέχασα που τσι ‘χα αφήσ’!» «Μη χουλιουσκάς όπ’ τσι άφσις… έφτου τσι θα κάντι». «Για έφτου σι παντρεύκα γ(υ)ναίκα… για τα πιτυχημένα χουρατά που λέγ(ει)ς. Τζιντρίδ! Τσι που λέτε πιδιά… σύραμι του μουσαμά τσ’ απουκάτου ούλ(οι) μαζί σα τ’ αρνιά λουπάξαμι. Σι κουμμάκ(ι), πήρι πίσου η βρουχί τσι κάναμι να δούμι προς τα όξου, τι γίνετι. Κάτ’ πειραχτήρια, λέγαν στου γαμπρό να πδήξ απ’ κι κάσα… γιακί μες βρουχί δε θα τον έπαιρν’ χαμπάρ κανείς, τσι φτος καμώνουνταν πως τ’ άρεσι. «Ούλα καλά, ούλα καλά» έλ(ε)ιγι τσι η μάνα τ,’ να τ’ δώσ’ κουράγιο, ήντου κουμμάκ(ι) κουμμένους.
Έδουσι ο Θιός τσι βγήκι απ’ του σπίκ(ι) η νύφ’ κάτου απ’ ένα παρασόλ(ι), τσι μι άσπρα παπτσέλια. Στρώσας τσ’ ένα άσπρου πανί, στου καμαρέλ(ι), δίπλα στου Μχάλ(η) τσι έκατσι η νύφ’, τσ’ βάλαν πάνω στα γόνατά τς να βαστά του ταψί με του μπακλαβά. Ο γαμπρός από πάνου λόγιαζι να δει κι νύφ’ μες στου καμαρέλ(ι). Κι είδι τσι ξελάφρουσι.
Τ’ άσπρου στουλισμένου άλουγου μες κι αυλή είχι γίν(ει) ζούπα, έσταζι νερό τσι ξιτνάζονταν. «Τώρα τι γίνετι;» Ρώτα η μάνα τ’ γαμπρού τον άντρα τς. Έβαλ(ι) ο Μχάλ(η)ς μπρος κι μηχανή. «Ε, Μιχάλ(η), τ’ άλογου;» φώναξι ο μπαμπάς τσ’ νύφς. «Νταγιανάμαντι μι τ’ άλουγου! Νταγιανάμαντι!» φώναξι η νύφ’ μέσα απ’ του καμαρέλ(ι), απ’ κι αρχή δε του ήθελ(ι) καθιόλ. Ο Μχάλ(η)ς έκανε πως δεν άκσι τσι ξικίνσι. Μες σκι κάσα τσι γύρου-γύρου είχι καρέγλες για τσι γ(υ)ναίτσις, οι άντρ’ στέκαμι ολόρθ τσι βαστιόμασταν απί τρεις σειρές σκοινιά πάνου απ’ τα τσιφάλια μας. Ούλου του ταξίδ’ πέφταμι μες λάτσ’ γιμάτ’ νερό, πέφταν οι γ(υ)ναίτσις απ’ τς καρέγλες τσι τσ’ανασκόναμι, τσι μεις γιρά πιασμέν(οι) απ’ τα σκοινά κουτλούσαμι γι ένας πάς στον άλλου. Κουπανισμέν(οι) σα τα χταπόδια φτάσαμι σκι Φόνν(ι)σα τσι κατιβήκαμι τσι σαζόμαστι να γίνουμ’ αθρώπ’. Έρχιτι ο Γαβρίλος φλα στου μάγλου κι νύφ’ παίρν(ει) στου τσιφάλ(ι) του μπακλαβά, βάζουν μπρος τα Κω(ου)τσέλια τσι ίσα ούλ(οι) μαζί κι αν(η)φόρα για κι Παναγιά».
«Τσι του μπακλαβά ντάιτου τσι τουν κβανούσαν σκι ακκλησιά… έφτου θα τουν τρώγας;» ρώτησε ένας από τους άλλους δυο άντρες της παρέας. «Έφτου. Έτικιου τα θέλας.» «Τσι τ’ ‘αλλα τα σμπιρίλουγα μαζί μι τα ρύζια;» «Μες στου καμαρέλ(ι)!» «Ντα… δε μας τούπις;!» «Ντα στο χρώστου μ’;»
(Αυτή η ιστορία, φυσικά, δεν τελειώνει εδώ. Ίσως σε μια άλλη ευκαιρία, να αναφερθώ σε κάποια «ακούσματα» ακόμα, που είναι δημοσιεύσιμα).