Αυτή είναι η Λέσβος μας…. διαβάστε
Γράφει ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, σε άρθρο του στο ΒΗΜΑ, στις 08/02/2004:
Καλώς ήρθατε, ταξιδιώτες, στη Λέσβο. Δε θα το μετανιώσετε γιατί το νησί είναι μεγάλο και όμορφο. Ταξιδεμένο στους αιώνες και γεμάτο από ιστορία. Κι έχει κι ανθρώπους έξυπνους και χαριτωμένους. Που ξέρουν να φτιάχνουν, να σκέφτονται, να πίνουν και να γλεντούν.
Τη Λέσβο την ανακάλυψα το 1966. Αιτία ο αδερφός μου. Ηταν υπάλληλος του ΟΤΕ, στην Πέτρα και πήγα να τον δω. Και τρελάθηκα! Δεν υπάρχει νησί πιο χρωματιστό από τη Λέσβο στην Ελλάδα! Απ’ τη μια η θάλασσα, με το μπλε της, το γαλάζιο της, το μολυβί της. Και από την άλλη το πράσινο των δέντρων και το γκρίζο των βουνών. Ενα πράσινο σε δέκα αποχρώσεις! Πράσινο βαθύ, κυπαρισσί, πράσινο ανοιχτό, σκούρο, σκοτεινό. Αν δεν ήταν και οι μαύροι κορμοί καμένων δέντρων…
H έκπληξη αρχίζει από την πόλη. Πέντε λεπτά από το αεροδρόμιο. Σπίτια υπέροχα, μοναδικά, μιας πολιτείας με μεγάλο πλούτο άλλοτε. Μάρμαρα, κιόσκια, ρυθμοί από άλλους παρμένοι, νεοκλασικά κι ο Αγιος Θεράπων, λίγο πίσω απ’ το λιμάνι, να δεσπόζει. Περάστε κι από την αγορά, με την υπέροχη μυρωδιά της σαρδέλας, του ούζου και του λαδοτυριού. Και πιείτε έναν καφέ ψημένο στη χόβολη σ’ ένα παραλιακό καφενείο. Κι ύστερα ζητήστε και χτένια. Ωμά. Για ένα ξεγυρισμένο ούζο. Και πηγαίνετε και στα παλιατζίδικα. Αλλα…
Αυτό το κείμενο δεν είναι ταξιδιωτικός οδηγός. Είναι ερωτική επιστολή. Σε ένα νησί που το ζω κάθε καλοκαίρι – πολλές φορές και χειμώνα – σαράντα, περίπου, χρόνια! Χωρίς ποτέ να το βαριέμαι. Γιατί δεν είναι μονότονο. Το χαρακτηρίζει η ποικιλία. Καλό πάντως είναι να έχετε αυτοκίνητο. Γιατί οι αποστάσεις είναι μεγάλες. Και γίνονται ακόμα μεγαλύτερες λόγω δρόμων. Ανηφοριές, διακλαδώσεις, κουρασμένος συχνά ασφαλτοτάπητας, καλντερίμι, κακή σήμανση.
Ναι, χρειάζεται να έχετε αυτοκίνητο. Για να γνωρίσετε όλο το νησί. Που αξίζει να το γνωρίσετε. Και να πάτε βέβαια στην Αγιάσο, μια χειροποίητη πόλη με μεγάλη παράδοση στη λογοτεχνία και στις τέχνες γενικά, στο Πλωμάρι, που είναι μια πολιτεία με σοκάκια και πλατείες όλο νοσταλγία, στην Ερεσσό, την πατρίδα της Σαπφούς, με την ωραιότερη θάλασσα, στο Σίγρι, το απολιθωμένο δάσος του, στην Πέτρα των ζωγράφων και των λογίων, στα μοναστήρια, στα παλιά ελαιοτριβεία και σαπουνάδικα που μετέτρεψε σε αίθουσες τέχνης ο Σηφουνάκης, στη Συκαμνιά του Μυριβήλη και, φυσικά, στον Μόλυβο του Εφταλιώτη, που δεν υπάρχει ζωγράφος που να μην έχει εμπνευστεί από το κάλλος του.
Αφησα τελευταίο τον Μόλυβο, γιατί είναι σχεδόν η πατρίδα μου. Εκεί ζω όλα τα καλοκαίρια, εκεί γράφω, εκεί ψαρεύω, κολυμπάω και χαρτοπαίζω με τους αλιεργάτες και τα γκαρσόνια. H εντύπωση που σχημάτισα από την πρώτη μου επίσκεψη στον Μόλυβο:
Ανηφόρισα τα καλντερίμια και στάθηκα στο κέντρο της αγοράς, όπου γίνονται οι λαϊκές συνελεύσεις. Ημουν μαγεμένος! Δε χωρούσε η ψυχή μου τόση ομορφιά! Χάζευα με τα χρώματα, με τα πέτρινα σπίτια, με τα παράθυρα, με τ’ αγριοπερίστερα, που τινάζονταν από τις φωλιές τους και πετούσαν προς τη θάλασσα. Κάποια στιγμή είπα μέσα μου: «Εδώ πρέπει να έρθω μ’ ένα κορίτσι που θ’ αγαπώ ως την τρέλα!» Και η ευχή μου έπιασε. Και πολύ γρήγορα, μάλιστα.
Με ρωτούν πολλοί γιατί ξεχωρίζεις τον Μόλυβο – γιατί τον βάζεις πρώτο στις προτιμήσεις σου απ’ όλα τα μέρη της Ελλάδας; Δεν μπορώ ν’ απαντήσω με επιχειρήματα. Αρκούμαι στο να δείχνω και να αναφωνώ. Να δείχνω τον οικισμό από το ύψος των «Δελφινιών» και να ρουφάω τον θαυμασμό του επισκέπτη μέσα από τα μάτια του ή να αφήνω να βγει από μέσα μου ένα βαθύ «αχ», καθώς αντικρίζω το φεγγάρι που ανατέλλει απ’ τη μεριά της Στύψης.
Μου αρέσει ο Μόλυβος – με αναστατώνει – γιατί είναι κι αυτός «χειροποίητος». Δεν έχει πάρε δώσε με μηχανές. Δούλεψαν γι’ αυτόν χιλιάδες μαστόροι, εκατοντάδες χρόνια. Με το γούστο, τη φρονιμάδα και την αξιοσύνη του χελιδονιού όταν φτιάχνει τη φωλιά του. Ολα είναι στη θέση τους. Οι δρόμοι, οι εκκλησιές, τα σπίτια, τα δέντρα, τα σαλκίμια, οι βάρκες, οι βρύσες, οι άνθρωποι. Ανθρωποι καλοί, νοικοκυραίοι, μαραγκοί, ψαράδες, οικοδόμοι, κτηνοτρόφοι, αγρότες, που βαδίζουν αργά, αλλά σκέφτονται πολύ γρήγορα.
Φοβάμαι πολύ για τον Μόλυβο. Ο τουρισμός, που έδωσε μπόλικο ψωμί στον τόπο, έχει και τα κουσούρια του. Φέρνει, σε πολλές περιπτώσεις, και την απληστία. Και είναι κακός σύμβουλος η απληστία. Αλλιώς ήταν ο Μόλυβος που γνώρισα. Αλλιώς είναι σήμερα, που πολλά συμφέροντα μπήκαν στη μέση. Μπορούν, όμως, όλα να γίνουν. Και οι δουλειές να τρέχουν και η εικόνα του χωριού να γίνεται όλο και καλύτερη. Ποτέ χειρότερη. Στο κάτω κάτω, ο κόσμος τρέχει στον Μόλυβο μόνο για την ομορφιά του, την ανέγγιχτη. Την ομορφιά που είδαν καταπρόσωπο, αλλά και την εθώπευσαν και την προστάτευσαν, με νύχια και δόντια και σε δύσκολους καιρούς, ο Καραμανλής, ο Βασιλείου, ο Βενέτης και τόσοι άλλοι…
οι φωτογραφίες είναι των φίλων Πέτρου Τσακμάκη και Κώστα Σταματέλλη