Τρομοκρατικό χτύπημα στον…Ασώματο !!!
Βασίλ’ς ήνταν δημόσιους υπάλληλους τσι μι τν αγρουτική τη δ’λεια είχει παρμένου ……. διαζύγιου. Όψ’μα (1),τη δεκαετία του ’80, και αρκετά μεγάλος πια Βασίλ’ς, λοιπόν, άλλαξε τακτική. Περιποιήθηκε εξαιρετικά τα κτήματά του, εκεί ψηλά στον Ασώματο, και κυρίως ένα που ήταν κοντά στο χωριό, η αδυναμία του, έγινε απ’ τη μια στιγμή στην άλλη ο αγαπημένος του τόπος. Εκεί ήταν κάθε μέρα και όλη μέρα. Επισκεύασε σχολαστικά τη περίφραξη, εξαιρετική ξερολιθιά περιμετρικά σχεδόν του κτήματος και αγροτικό συρματόπλεγμα επάνω σ’ αυτήν, κλάδεψε τα λιόδεντρα καθάρισε από ζιζάνια, ξηρουκουτσνίδις (2)μέχρι που έκανε και μια μεγάλη γεώτρηση και αφού βρήκε άφθονο νερό εκεί πια έγινε ο δικός του Παράδεισος!!!
Βασίλ’ς αφοσιώθηκε θα έλεγε κανείς ολόψυχα στην αγροτική ζωή.
Ήταν τέτοιος ο σεβντάς που είχε, που τα μπαχτσαβαν’κά τ’ Βασίλ ήνταν τα πιο πρώιμα τα χουριού. Και πώς να μην ήταν άλλωστε, αφού όταν οι άλλοι χωριανοί μάζευαν ακόμα ελιές (Απρίλης) ο Βασίλης είχε ήδη «αρματώσει» (3) το δικό του μπαχτσέ.
Στο καφενείο του χωριού η μόνιμη κουβέντα του Βασίλη ήτανε τα κηπουρικά και ο στόχος του να έσπαγε κάθε ρεκόρ στην παραγωγή πρώϊμων κηπουρικών.
Δεκαετία του ’80 λοιπόν τότε που τα τρομοκρατικά χτυπήματα ήταν συχνά και αιματηρά .
Έτσι λοιπόν, κάπου τέλη Μαϊου με αρχές Ιουνίου ο Βασίλης κόντευε να κόψει αγγούρια.
Τον ρωτά λοιπό ο καφετζής:
– Έ Βασίλ’ έκουψεις αγγούρια;
– Όχ’ ακόμα αλλά όπ’ να ‘νι, σι λίγεις μέρις
Πέρασαν 2 – 3 μέρες και η ερώτηση επαναλαμβάνεται:
– Έ Βασίλ’ έκουψις αγγούρια;
– Άσει με μωρέ τσι συ !!!
– Γιατί τι συ ποίκα (4); Ρώτ’σα συ άμα έκουψεις αγγούρια
– Άσει μι μωρέ μι τα ΄Ασουματιανοί!!!
– Γιατί ρε τι συ ποίκαν;
– Ο Στρατής που ήταν συνένοχος συμπληρώνει. : Άντι μωρέ που θα κοψ΄αγγούρια απί τώρα, μη σαματεύγιειτει σάλια – μπάλια συ κανέ μήνα τσι βλέπουμει!!!
– Πες ρε Βασίλ΄’εκουψεις αγγούρια, τς’ άστουν τούτουν να λεγ’.
– Άσι μι μωρέ μι τα γρούνια που έμπλειξα.
– Γιατί ρε τι συ ποίκαν; Επιμένει ο καφετζής.
– Α, μωρέ τα παλιόγρουνα ε φταν’ που κόψαν τα αγγούρια αλλά ………χέσαν τσι τν αγγουριά.
Ο καφετζής γελώντας όπως όλοι, δε μι λες προυκύρηξ αφήκαν, γι …….τρουμουκράτεις, ποιος ανέλαβει τν ευθύν΄ ;
Μιχ. Πολυπαθέλλης
Γλωσσάρι
- Όψ’μα = όψιμα, αργά, καθυστερημένα
- Ξηρουκουτσνίδις = ξερός κότινος, αγριελιά που βγαίνει στις ρίζες των ελαιοδένδρων
- «αρματώσει» όταν πρόκειται για λαχανόκηπο (μπαχτσέ) έχει μεταφορική έννοια στην φύτεψε δηλαδή ότι ήταν να φυτέψει
- Ποίκα = τι σου έκανα από το ποιώ, (πεποίηκα)