Το έθιμο της κούνιας
Ποιος από τους παλιούς τις θυμάται; Και ποιος από τους νεότερους τις έχει γνωρίσει ; Κι όμως πριν από λίγες δεκαετίες οι κούνιες αποτελούσαν μια από τις σημαντικότερες κοινωνικές εκδηλώσεις ,που έδιναν στους νέους την ευκαιρία να συναντηθούν, να γνωριστούν, ν’ αγαπηθούν. Δεν είναι μάλιστα λίγοι εκείνοι που τις συγκαταλέγουν μαζί με τα αποκριάτικα δρώμενα, τα νυχτέρια και τον κλήδονα στις εκδηλώσεις σεξουαλικής εκτόνωσης ,στις οποίες με τραγούδια, υπονοούμενα και ανέκδοτα διοχετευόταν ακίνδυνα η καταπιεσμένη σεξουαλικότητα.
Οι κοπέλες λοιπόν του χωριού μου περίμεναν πότε και πότε να έρθουν οι μέρες της Λαμπρής και του Αϊ – Γιωργιού να κρεμάσουν τις κούνιες, να στολιστούν, να κουνηθούν, να τραγουδήσουν, ν’ ανταλλάξουν ματιές και γνεψίματα με τα παλικάρια. Αποβραδίς οι κοπέλες μαζεύονταν στο σπίτι μιας απ’ αυτές και συμφωνούσαν για την ώρα που θ’ άρχιζε η κούνια, για τα τραγούδια που θα έλεγαν , για τη σειρά που θα μπαίνανε στην κούνια και για κάθε άλλη λεπτομέρεια. Σ’ ένα γερό κλαδί του δέντρου στερέωναν δυο σκοινιά και στο κάτω μέρος τους τοποθετούσαν ένα πλατύ σανίδι με μαξιλάρια. Οι κούνιες σχεδόν πάντα ήταν διθέσιες, κάθονταν δηλαδή σ’ αυτές ταυτόχρονα δυο κοπέλες. Δυο άλλες τις κουνούσαν και οι άλλες έλεγαν τραγούδια που ταίριαζαν στην προσωπική κατάσταση της καθεμιάς, στα προσόντα και στα χαρίσματά της. Τραγούδια για τις πλούσιες, τις φτωχές, τις όμορφες, τις παχουλές, τις ξανθές, τις μελαχρινές, τις μαυρομάτες…Κι ανέβαζε η κούνια τα κοριτσόπουλα στον Έβδομο Ουρανό, να γλυκοκοιτάζουν τα παλικάρια και να κάνουν όνειρα για το μέλλον…
Τι να πρωτοθαυμάσει κανείς στα τραγούδια της κούνιας …Την έμπνευση, την έκφραση, την εικόνα ,την ομορφιά…Να ένα μικρό δείγμα από αυτά :
Στον ουρανό θα ν’ ανεβώ, τ’ αστέρια θα ρωτήσω
ποιος άγιους σε ζωγράφησε να τον ευχαριστήσω..
Εσύ ’ σαι τ’ ουρανού κλειδί ,της κάτω γης η βρύση
κι ανάμεσα σ’ όλες τις νιες είσαι το κυπαρίσσι.
Λάμπουν τα δαχτυλίδια σου και φέγγουν τα φλουριά σου ,
εσύ ’ σαι ομορφότερη μέσα στη γειτονιά σου.
Την ομορφιά ζυγίσανε με το μαργαριτάρι,
βεζίρη γιος εδιάλεξε την πρώτη για να πάρει.
Μέσα στα μαύρα κάθεσαι σαν Παναγιά γραμμένη,
σαν εκκλησιά αλειτούργητη, σαν χώρα κουρσεμένη.
Πάνου στην κούνια κάθεσαι σαν Παναγιά γραμμένη,
να σε χαρεί η μαννούλα σου που σ’ έχει χαϊδεμένη.
Άσπρα της άσπρης πρέπουνε, της γαλανής γαλάζια,
Χρυσά της κόρης π’ αγαπώ, που ’ χει πολλά τα νάζια.
Πανάρχαιο το έθιμο της κούνιας έχει τις ρίζες του στα μυθικά χρόνια με το όνομα αιώρα( από το ρήμα αιωρούμαι = κρέμομαι και κινούμαι στον αέρα ) . Στην αρχαία Αθήνα υπήρχε ξεχωριστή γιορτή με το όνομα αυτό ,κατά την οποία οι κοπέλες κάνανε κούνιες, τραγουδούσαν ερωτικά τραγούδια , προσφέρανε θυσίες στους θεούς και παραθέτανε πλούσια γεύματα. Τη γιορτή αυτή είχαν συνδέσει με τον ακόλουθο μύθο :
Από την Αθήνα περνούσε κάποτε ο θεός των αμπελιών και του κρασιού Διόνυσος, όπου τον φιλοξένησε ένας Αθηναίος πολίτης με το όνομα Ικάριος, χωρίς να ξέρει ότι φιλοξενεί θεό . Ο Διόνυσος , ευχαριστημένος από τη φιλοξενία , του έδειξε πώς να καλλιεργεί αμπέλια και να φτιάχνει κρασί.
Σαν έφτιαξε το πρώτο κρασί ο Ικάριος, το έβαλε σε ασκιά και γύριζε στην ύπαιθρο και το πουλούσε. Κάποιοι βοσκοί , που ήπιαν απ’ αυτό , μεθύσανε και πέσανε σε βαθύ ύπνο. Οι σύντροφοί τους νόμισαν πως ο Ικάριος τους έδωσε δηλητήριο και τους δηλητηρίασε. Έπιασαν τον Ικάριο, τον σκότωσαν και έθαψαν το πτώμα του στο βουνό, κάτω από ένα πεύκο.
Η κόρη του Ικάριου Ηριγόνη , σαν είδε πως ο πατέρας της δε γύριζε στο σπίτι, πήρε την πιστή της σκύλα Μαίρα και άρχισε να ψάχνει να τον βρει. Η σκύλα ,που είχε δει που είχαν θάψει τον Ικάριο, την οδήγησε στον τάφο του τραβώντας την από το φόρεμα. Η Ηριγόνη ,αφού ξέθαψε τον νεκρό και τον θρήνησε με τιμές, από την απελπισία της απαγχονίστηκε στο πεύκο. Προτού πεθάνει ,καταράστηκε τις κόρες των Αθηναίων να έχουν την ίδια μοίρα με αυτήν.
Ο Δίας λυπήθηκε για το τέλος του Ικάριου και της κόρης του και τους απαθανάτισε κάνοντάς τους λαμπρούς αστερισμούς στο ουράνιο στερέωμα : Αρκτούρος ή Βοώτης ο πατέρας, Παρθένος η κόρη και Κύων η σκυλίτσα.
Ο Διόνυσος εξάλλου, οργισμένος από τον θάνατο του ανθρώπου που τον φιλοξένησε, έστειλε στην Αθήνα φοβερή αρρώστια: Ένα είδος τρέλας έπιανε τις νεαρές κοπέλες και πολλές απ’ αυτές χωρίς κανένα λόγο κρεμάζονταν σε δέντρα και αυτοκτονούσαν . Οι Αθηναίοι ,απελπισμένοι, ρώτησαν το μαντείο των Δελφών, που τους συμβούλεψε να καθιερώσουν μια γιορτή για εξιλέωση της Ηριγόνης. Οι Αθηναίοι καθιέρωσαν τη γιορτή της Αιώρας και από τότε η κατάρα ενάντια της πόλης τους σταμάτησε.
Το έθιμο της αιώρας ( κούνιας) ,που επέζησε αμέτρητους αιώνες , στις μέρες μας πάει να ξεχαστεί …Όπως και τόσα άλλα…
_______________________
Πρβλ.: Γιώργος Αλβανός : Το χωριό μου Βασιλικά Λέσβου, Αθήνα 2008