Αναμνήσεις απο το χωριό.... Γενικά 

Τ’ ΑΝΗΘΙΚΑ  (Στρατής Αναστασέλλης)

 

 

ΘΕΟΣ

Στο χωριό μου, την Αγιάσο της Λέσβου, τ’  όνομά σου το ΄χεις για τις επίσημες. Έτσι δεν παλιώνει. Στα κιτάπια της δημαρχίας βαστάνε το καλό. Γράφουν… «Ευριπίδης Καραπατέλλης» και σε φωνάζουν Γρυπίδη Γαδαρουφουνιά. Σου κολλάνε το παρατσούκλι απ’ το επάγγελμα, το φέρσιμο ή κανένα παραστράτημα. Τη γυναίκα του διανομέα της Πετρογκάζ τη λένε «Πιτρουγκαζίνα», το στραβολαίμη ειρηνοδίκη «Προυβατίνα», τον μουστακαλή νωματάρχη «Πιρισπουμένη». Τα παρατσούκλια πιάνουν και τους παπάδες. Ένα κοκκινοτρίχη παπά σ’ άλλο χωριό, θα τον βαφτίζανε κοκκινογένη. Στην Αγιάσο πήρε το όνομα «Νταροφούντα» (δηλ. φούντα του καλαμποκιού).

Απ’ το ζωικό και τον φυτικό τον κόσμο παίρνουν ονόματα και τα κολλάνε στον καθένα. Το πιο παράξενο παρατσούκλι το’ χε  ο γέρο Ταρατόγλου. «Θγιός» Θεός. Ήταν ένας αρχοντοχωριάτης βαρύς, γινατσής, άτεγκτος. Λιγομίλητος για να κάνει μπούγιο στους αχμάκηδες, τους παρακατιανούς, που τους τρομοκρατούσε με τη βουβαμάρα του και το άγριο βλέμμα. Καλοστεκούμενος σε βιός, έγδερνε το μεροκαματιάρη με τσακμακόπετρα. Απ’ την αυγή πριν σκάσει η μέρα, ως τα βασιλέματα να στάζουνε ιδρώτα, και στην πλερωμή τους έτρωγε κανά μισό μεροκάματο «ένεκα η βροχαριά» που σκόλαγαν κατά το μεσημέρι. Σαν είναι ο άνθρωπος κακοστημένος απ’ της μάνας του τη μήτρα, θα’ ναι σ’ όλα του τα καμώματα. Κι ο  Θιός τούτος ο επίγειος, είχε ανυφαντάδες και κουσούρια του σατανά. Βασανιστής σ’ εκείνους που αγαπούσε, σαν τον Θεό «ον αγαπά παιδεύει». Στη γυναίκα του, τα παιδιά, τ’ ανίψια του ξεσπούσε η θεοτική του οργή. Δεν είχε μια ώρα καλοσυνάτη, να πει κουβέντα που να μην έχει την πρεπούμενη στιφάδα. Τη γυναίκα του μια καλοπάταγη νοικοκυρά την παρανόμιαζε Παναγιά. Ήταν η μοναδική περίπτωση που χωράτεψε κι αυτό για να ταιριάζει στο δικό του παρατσούκλι που το’ χε καμάρι. Πάντα την περιγελούσε από κλώτσο κι από μπάτσο την είχε. Δυό γιούς αποκτήσανε. Δυό λευκάρια λυγερά σαν παλικαρεύτηκαν. «Δως μου κι άλλα μάτια να τους θωρώ». Ο μεγάλος ο Νικόλας καλοσυνάτος κι ομορφάντρας, χοντροκόκκαλος γεροδεμένος. Είχε το χάρισμα να μιλάει γουστόζικα κι η καρδιά του λουλούδιζε από καλοσύνη κι ημεράδα.  Ο μικρός ο Βασίλης, σοβαρός, λιγομίλητος, περεχυμένος από ντροπή για την ομορφιά του. Λυγερόκορμος, δετά φρύδια, θλιμμένο βλέμμα που το υπογράμμιζε το κοντυλογραμμένο μουστάκι. Της μάνας τους την καλοσύνη κληρονόμησαν και τη διάπλαση του Θιού. Κάποτες ο  μεγάλος ο Νικόλας αγάπησε μια φτωχιά κοπέλα, την παντρεύτηκε. Ο Θεός έκλεισε τον παράδεισο, τον έκανε αποπαίδι «δεν σε ξέρω …άει στα κομμάτια».

Η κυρά Παναγιά, κατάπινε το φαρμάκι, γκρίνια και κατηγόριες, πότε πως έστειλε στη νύφη «τη γυμνοκώλα» ένα ρουχαλάκι για το μωρό, «το μπάσταρδο» που γέννησε, πότε πως οι γιοί της κρατάνε από το δικό της το παλαβό σόι. Σκοτεινιά και μαυρίλα της κόλασης, το σπιτικό τους. Κι ο Βασίλης ο μικρός, σε λίγο, ξεκοπάδισε από το καταραμένο σπίτι. ΄Εκλεψε την Τριανταφυλλιά την υφάντρα, την όμορφη του χωριού. Την έκλεψε μια κι οι γονιοί της δε στέργανε σε τούτο τον γάμο. Φτωχοί ανθρώποι, που θα ’καναν χίλιες μετάνοιες για τέτοιον γαμπρό, μα τους φόβιζε του «Θεού» η οργή. «Που να μπλέξουμε στα νύχια του». Ο Θεός απόμεινε με την κυρά Παναγιά να γκρινιάζει και να τιμωρεί με εμπάργκο τους δύο αποστάτες. Μήτε δραχμή σε κανέναν. Μάζευε στην κασέλα του χρυσάφι και χαιρόταν που οι γιοί του δούλευαν μεροκαματιάρηδες σ΄ αφεντάδες παρακατιανούς να ζήσουν τις φαμίλιες τους. Τα λάδια ξεχειλίζανε στα πιθάρια του Θεού κι οι γιοί του τα’ αγοράζανε μπουκάλι το μπουκάλι. Φαμίλιωσαν κι οι δυό, όμορφα μωρά, γεννήματα της αγάπης, να τα χαίρεται ο κόσμος και τούτος εδώ ο Θιός, «να μην καταπροσωπίζει τις σπορές τους». Έτσι περνούσε στυγνός να καβουρντίζουν τα μέσα του το μίσος και η απονιά. Τα’ αγγόνια, ξεπεταμένα πια, παλικαρόπουλα και κοπελιές πέσανε στη δουλειά και σαν που η νιότη από μοναχή της είναι μία αισιοδοξία κατάφεραν να καλοζούν και να παλεύουν τη φτώχεια.  Κι ήρθε το πλήρωμα του χρόνου. Ο Θιός ενενηντάρισε και το σερτιλίκι του τον κρατούσε αποίκο για δράση. Βγήκε να πάει στον καφενέ. Το καλντερίμι σκεπασμένο με παγωμένο χιόνι, γλιστράει σπάει το γόφο του και πέφτει στο στρώμα. Ψυχομαχούσε μια βδομάδα. Γερό κάστρο που δεν πατιέται εύκολα. Η κυρά  Παναγιά κάλεσε τα παιδιά, εξηνταπεντάρης ο μεγάλος και τ’ αγγόνια. Γονατίσανε για μετάνοιες. Έτσι και τους είδε ο Θιός αγρίεψε γύρισε κατά το ντουβάρι και παράδωσε την ψυχή του. Άκλαυτος κηδεύτηκε. Μια κηδεία τυπική, για τα μάτια του κόσμου. Ο Παρθένιος ο καλόγηρος πού ’κανε το νεκροθάφτη, μια και μουρντάρεψε τη φωλιά του στο μοναστήρι, βόλεψε το λείψανο, βάζοντας τις βαριές σοφιλιαστές πλάκες στο μνημούρι. Ο Νικόλας που έβλεπε το έργο του νεκροθάφτη πέταξε τον λόγο του σαν αστροπελέκι.

-Ρίξε βράχια Παρθένη… ρίξε μωρέ!

Ο Παπά – Δωρόθεος πήρε τον Νικόλα παράμερα και του ’λεγε «ο αποθανών δεδικαίωται…» για  αμάρτημα και τα τέτοια.

-Τι λες μωρέ παπά. Εξήντα πέντε χρονών γίνηκα αυτός κόντεψε να τα εκατοστίσει. Με το μεροκάματο ανέθρεψα τη φαμελιά μου

-Ναι τέκνον μου. Τώρα κληρονομείτε περιουσία.

-Να τη βράσω την περιουσία του και ξεκόβοντας τον παπά ξαναφωνάζει στον νεκροθάφτη.

-Ρίξε βράχια μωρέ Παρθένη, μην ξανασηκωθεί ο ψευτοθιός!!!

Related posts