Είκοσι λεσβιακές λέξεις -που όμως ακούγονται και αλλού
Είκοσι λεσβιακές λέξεις –που όμως ακούγονται και αλλού
Στη Βαβυλωνία του Δημ. Βυζάντιου, ο συγγραφέας βάζει σ’ ένα πανδοχείο ταξιδιώτες φερμένους από τις τέσσερις γωνιές του ελληνόφωνου κόσμου, την εποχή που τελειώνει νικηφόρα η επανάσταση του 21, και εκμεταλλεύεται το άφθονο γέλιο που προκύπτει από τις παρεξηγήσεις, όταν για παράδειγμα ο Κρητικός χρησιμοποιεί τη λέξη «κουράδια» για τα πρόβατα, προσβάλλοντας τον Αρβανίτη που ξέρει την πανελλήνια κακέμφατη σημασία τους. Φυσικά, ο συγγραφέας διογκώνει τις διαφορές και ούτως ή άλλως από τότε πολύ νερό έχει κυλήσει στ’ αυλάκι και ο κάθε ομιλητής, ακόμα κι αν χρησιμοποιεί τη λέξη της τοπικής διαλέκτου του, ξέρει την αντίστοιχη πανελλήνια. Ακόμα και σήμερα όμως πολλές φορές δοκιμάζει κανείς έκπληξη όταν συνειδητοποιεί ότι μια λέξη με την οποία έχει γαλουχηθεί δεν είναι πανελλήνια, αλλά λέγεται μόνο στη μητρική του διάλεκτο. Για να φέρω ένα προσωπικό παράδειγμα, θεωρούσα πανελλήνια τη λέξη «πρωτοφανήσιμος», για τα πρώτα φρούτα της χρονιάς, και σε ώριμη ηλικία συνειδητοποίησα ότι οι περισσότεροι την αγνοούν και ότι την είχα ξεσηκώσει από τη μυτιληνιά γιαγιά μου.
Για πολλά χρόνια, με την ασφυκτική κυριαρχία της καθαρεύουσας, οι ντοπιολαλιές και οι τοπικές ιδιωματικές λέξεις είχαν περάσει σε ανυποληψία, καθώς κανείς δεν τολμούσε να τις χρησιμοποιήσει στα μεγάλα αστικά κέντρα από φόβο μήπως χαρακτηριστεί χωριάτης, δηλαδή ακαλλιέργητος, απολίτιστος. Ακόμα και σήμερα, που η τάση αυτή έχει υποχωρήσει, και που για όλες σχεδόν τις περιοχές του ελληνόφωνου χώρου έχουν συνταχθεί πολύτιμα συγγράμματα που καταγράφουν και περισώζουν τον τοπικό λεξιλογικό πλούτο, οι τοπικές λέξεις παραμένουν εκτός των μεγάλων λεξικών μας.
Το ενδιαφέρον είναι ότι από τις τοπικές λέξεις που βρίσκει κανείς σε ένα γλωσσάριο π.χ. λεσβιακών λέξεων, στην πραγματικότητα λίγες είναι οι αυστηρά τοπικές, δηλαδή οι λέξεις εκείνες που λέγονται μόνο στη Λέσβο ή έστω στην Αιολίδα. Τις περισσότερες λέξεις θα τις βρούμε να λέγονται και σε άλλες περιοχές, ας πούμε στην Κρήτη, τη Μακεδονία ή την Ήπειρο. Έτσι, χωρίς να είναι πανελλήνιες, αυτές οι λέξεις δεν είναι ακριβώς τοπικές και ίσως πρέπει να χαρακτηριστούν κάπως αλλιώς, ας πούμε πολυπεριφερειακές. Συχνά, δοκιμάζει κανείς έκπληξη όταν αντιλαμβάνεται ότι μια λέξη της τοπικής του διαλέκτου ακούγεται και στην άλλη άκρη της Ελλάδας.
Το 2011 εξέδωσα το βιβλίο «Λέξεις που χάνονται» στο οποίο συμπεριέλαβα 366 τέτοιες λέξεις, που δεν υπάρχουν στα μεγάλα λεξικά μας αλλά ακούγονται σε κάποιες περιοχές της Ελλάδας. Από το υλικό αυτό διαλέγω εδώ 20 λέξεις που ανήκουν στη λεσβιακή διάλεκτο αλλά έχουν όλες τους το χαρακτηριστικό ότι ακούγονται και σε άλλες περιοχές της χώρας.
- αγγρίζω
Αγγρίζω θα πει ερεθίζω, ενοχλώ· προκειμένου για ζώα, βρίσκομαι σε περίοδο οργασμού. Άγγρισμα είναι, σύμφωνα με τον ορισμό του Σεφέρη στο Βυσσινί τετράδιο, «η καύλα των ζώων», αλλά για ανθρώπους είναι η δυσαρέσκεια. Αγγρισμένο άλογο είναι το ερεθισμένο, είτε σεξουαλικά είτε αλλιώς. Όλες οι λέξεις αυτής της οικογένειας βρίσκονται γραμμένες και με –γκ, αγκρίζω κτλ. Ετυμολογούνται από το αρχαίο αγρίζω, από το άγριος.
Στο Άξιον Εστί του Ελύτη υπάρχει ο στίχος: «ιδού εγώ καταντικρύ … της άδειας των ετών, που τα τέκνα της άμβλωσε, γαστέρας το άγγρισμα». Οι λέξεις αυτές είναι ζωντανές τουλάχιστον στην Κρήτη, τη Λέσβο και ιδίως στην Κύπρο, όπου συχνά βρίσκουμε τη λ. αγγρισμένος με τη σημασία «θυμωμένος» σε εφημερίδες και ιστολόγια, π.χ. «είναι αγγρισμένος γιατί έχασεν» (στις εκλογές). Μερικοί μάλιστα έχουν την εντύπωση ότι πρόκειται για πρόσφατο δάνειο από το αγγλικό angry!
- αλικοντίζω
Αλικοντίζω ή αλικουντίζω ή αλικουντάω σημαίνει εμποδίζω κάποιον, τον καθυστερώ, του παρεμβάλλω προσκόμματα, τον κάνω να σταματήσει τον δρόμο του ή να αναβάλει μια δουλειά. Είναι δάνειο από το τουρκικό ρ. alikomak, που σημαίνει κατακρατώ, εμποδίζω, ή μάλλον από τον αόριστό του, alikodim. Σπάνιο σήμερα.
«Με τα τέσσερα καριοφίλια τους γυρεύουν ν’ αλικοντίσουν τις χιλιάδες τους Τούρκους που ροβόλαγαν πήχτρα να περάσουν το γεφύρι», περιγράφει ο Δ. Φωτιάδης (Καραϊσκάκης) τη μάχη στην Αλαμάνα. Αλικοντίζομαι, στη μέση φωνή, σημαίνει δεν καταφέρνω να κάνω τη δουλειά που έχω ξεκινήσει, όπως στο δίστιχο «Ήμουν για να πηγαίνω και μπαρκαρίστηκα / κι είδα τα δυο σου μάτια κι αλικοντίστηκα» ή «Κανονικά θα είχα τελειώσει, αλλά μου ήρθαν μουσαφίρηδες κι αλικοντίστηκα».
Στην Αγιάσο, αλλά και σε άλλα μέρη της Λέσβου, όπως και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας, οι μανάδες είχαν εφεύρει το «αλικότς», συνθηματική λέξη για ένα ανύπαρκτο αντικείμενο, όταν ήθελαν να απομακρύνουν προσωρινά το παιδί τους, για να κάνουν με την ησυχία τους κάποια σπιτική δουλειά: Πάνε μουρέλι μ, στη θεια σ’ να σ’ δώκει το αλικότς, δηλαδή να σε κρατήσει για καμιά ώρα!
- βαρταλαμίδι
Λέξη που ακούγεται παράξενη επειδή έχει χάσει την ετυμολογική της διαφάνεια, το βαρταλαμίδι ή βαρθαλαμίδι είναι ένα κρυφό διαμέρισμα, θήκη ή συρτάρι που υπήρχε συχνά στις παλιές κασέλες και τα σεντούκια, όπου έκρυβε ο νοικοκύρης τα τιμαλφή του σπιτιού, λίρες, βέρες και άλλα πολύτιμα αντικείμενα. Ετυμολογείται από το *παρα-θαλαμίδι. Λέγεται και παρακάσελο ή παράκλι*. Κάποτε σχεδόν πανελλήνια, σήμερα ακούγεται ακόμα σε Θράκη και Λέσβο.
Κατ’ επέκταση, βαρταλαμίδι λέγεται το συρτάρι ή το ράφι για πολύτιμα αντικείμενα έστω κι αν δεν είναι κρυφό. Μεταφορικά, «δεν έχει μέσα του βαρθαλαμίδια» λένε για τον άδολο χαρακτήρα, που δεν κρύβει μυστικά. Υπάρχει και το δημοτικό δίστιχο: «Αργυροκούμπι και τσακκί, κουμπί και δαχτυλίδι, ως πότε θε να κρύβγεσαι μέσ’ στο βαρθαλαμίδι;»
- γιώνω
Γιώνω θα πει σκουριάζω, οξειδώνομαι – λέγεται καταρχήν για τα χάλκινα σκεύη, που έχουν παλιώσει και η επικασσιτέρωση έχει φύγει κι έχουν πιάσει αυτό το πράσινο στρώμα σκουριάς. Μεταφορικά, λέγεται για το πρόσωπο που πρασινίζει από μίσος, φθόνο κτλ., για τον άνθρωπο που δηλητηριάζεται από τέτοια συναισθήματα. Υπάρχει και η μετοχή, γιωμένος: ο σκουριασμένος, οξειδωμένος, και ο μνησίκακος, κι αυτός που έχει πρασινίσει απ’ το κακό του.
Η λ. ετυμολογείται από το αρχαίο ρ. ιώ, ιούμαι στη μέση φωνή, που θα πει, ακριβώς, σκουριάζω, πιάνω σκουριά, και που προέρχεται από τον ιό, μια και στα αρχαία ιός εκτός από το δηλητήριο ήταν και η σκουριά, η πράσινη του χαλκού και η κόκκινη του σίδερου.
Τη λέξη δεν την έχουν τα νεότερα λεξικά, ωστόσο χρησιμοποιείται ακόμα, τουλάχιστον στη Λέσβο, όπου σε άρθρο τοπικής εφημερίδας βρίσκω παράπονα για τα «γιωμένα» καρφιά σε κάποια οργανωμένη πλαζ. Και βέβαια υπάρχει το εξαιρετικό ποίημα του αναρχικού Μικέλη Άβλιχου (1844-1917) για τον «μοχθηρό ψευτοφιλόπατρι», που λες πως γράφτηκε για μερικούς σημερινούς: «Το πρόσωπό του εκείνο το γιωμένο / που της καρδιάς του δείχνει τη σκουριά…».
- διασάκι
Το διασάκι είναι λέξη που μπερδεύει –παρά τη μορφή της, δεν είναι σύνθετη, δεν έχει σχέση με το δισάκι ούτε με την πρόθεση «διά». Είναι τουρκικό δάνειο, από το yasak, και σημαίνει απαγόρευση, περιορισμός. Εμφανίζεται και ο τύπος «γιασάκι». Σαν λέξη της τουρκοκρατίας, διασάκι ήταν ο περιορισμός που έβαζε ο καϊμακάμης ή ο ντόπιος διοικητής στους χριστιανούς, π.χ. απαγόρευση να οπλοφορούν ή να φορούν επιδεικτικά ρούχα ή καπέλα.
Η λέξη καταγράφεται συχνά στην Κρήτη, στα νησιά του Βορείου Αιγαίου αλλά και στην Ήπειρο. Συχνός είναι σε δημοτικά τραγούδια ο στίχος «Ακόμα δεν εδόθηκε των ομματιών διασάκι», δηλ. στα μάτια περιορισμός δεν μπαίνει. Και ως παροιμία: «Τα μάτια διασάκι δεν έχουνε», αλλά υπάρχει και η αντίθετη: «Έχουνε και τα μάτια διασάκι».
Ο μυτιληνιός Θείελπης Λευκίας, με το ψευδώνυμο Βρανάς Μπεγιάζης έγραψε ποίημα (1924) με τίτλο Διασάκι σε μια όμορφη που όποτε έβγαινε στο μπαλκόνι αναστάτωνε τη γειτονιά: «Να μη σε δω και ξαναβγείς και κάτσεις στο μπαλκόνι / κι έχεις απά στο κάγκελο το πόδι ανεβασμένο».
- ζαναχάτι
Με πέντε τουλάχιστον παραλλαγές, ζαναέτι ή ζαναχάτι ή ζαναάτι ή ζενάτι ή ζανάτι είναι το επάγγελμα, η τέχνη. Δάνειο από το τουρκικό zanaat (παραλλαγή του sιnaat), αραβικής αρχής. Ακούγεται ή ακουγόταν στη Μακεδονία, Θράκη, Λέσβο και γενικά Βόρειο Αιγαίο, παλιότερα και αλλού· σε επιστολή που έστειλαν τον Μάη του 1821 οι Σπετσιώτες πρόκριτοι στους Αργείους: «Όσοι άνδρες οικοκυραίοι, μαστόροι από το κάθε ζαναχάτι, Αργείται, μας τους στέλνετε εδώ».
Σε σκίτσα απλών ανθρώπων, ο Κόντογλου έγραφε για κάποιον κυρ Κατακουζνό: «Ρωμιοράφτης ήτανε το ζαναάτι του, “ειρηνικόν επάγγελμα” όπως έλεγε ο ίδιος», ενώ σε ένα κλέφτικο: «Πανάθεμα την τέχνη μας και αυτό το ζαναχάτι / Δεν μας αφήνουν τα βουνά, αυτά τα κορφοβούνια».
Μια μέρα στη Μυτιλήνη, ο Μυριβήλης ρώτησε τον Κώστα Μάκιστο αν η ποίηση είναι ξουρ (κουσούρι, πετριά) ή ζαναχάτ’. «Ξουρ!» απάντησε ο Μάκιστος και ο Πρωτοπάτσης που τους άκουγε τον σκιτσάρισε με λεζάντα «Η ποίηση είναι ξουρ!». Πράγματι, δεν είναι ζαναχάτι η ποίηση.
- ζνίχι
Το ζνίχι είναι το πίσω μέρος του λαιμού, ο σβέρκος, ο αυχένας. Λέξη της παλιάς δημοτικής, δεν είναι τυχαίο ότι θα τη βρείτε σε πολλές ομηρικές μεταφράσεις.
Ίσως ετυμολογείται από το ινίον (άγνωστο όμως με ποια διαδρομή)· πάντως το βυζαντινό λεξικό Σούδα έχει ζινίχιον το λουρί του υποδήματος. Σλαβική αρχή δεν μπορεί να αποκλειστεί, έτσι κι αλλιώς όμως είναι η μοναδική ελληνική λέξη που αρχίζει από ζν-!
Εμφανίζεται σε πολλές παροιμίες, π.χ. «το φιλότιμο μαυρίζει το ζνίχι» (επειδή ο φιλότιμος υποχωρεί), ενώ διάσημος είναι ο στίχος της Ζούγκλας του Βάρναλη, όπου ο ποιητής σαν αιλουροειδές ποθεί να χώσει νύχι και δόντι «στο κρουστό σου ζνίχι το μαυριδερό». Στον Στράτη Καλοπίχειρο, ο λεξικογράφος Στέφανος Κουμανούδης δίνει δείγματα ποιητικής λεξικογραφίας ή λεξικογραφικής ποίησης: «Ω σβέρκον, ζνίχι και αυχήν / τριώνυμε, πλην πράγμα εν!»
- καράρι
Καράρι σημαίνει δόση, αναλογία, όριο· και ειδικότερα σημαίνει τη σωστή δόση, την κανονική ποσότητα, το ταιριαστό, το πρέπον. Δάνειο από το τουρκικό karar, που έχει περισσότερες σημασίες, όπως απόφαση (και στη δικαστική ορολογία). Η λ. λέγεται ή λεγόταν σε Μικρασία, Κρήτη, Λέσβο, Κύπρο.
Προκειμένου για ρούχα, έρχονται καράρι σημαίνει ακριβώς στα σωστά μέτρα, π.χ. «Λούστηκε, ξυρίστηκε, φόρεσε ρούχα που του ’ρθαν καράρι» λέει για έναν φυγάδα η Ιφιγένεια Χρυσοχόου στην Πυρπολημένη γη. Ένας Μυτιληνιός θυμάται τη δουλειά στο λιοτρίβι όταν έπρεπε να ξυπνήσουν χαράματα: «Στη μία να σηκωθούμε ήταν το καράρι», το κανονικό δηλαδή. «Στις δύο άμα σηκωνόμασταν λέγαμε μας πλάκωσε το πάπλωμα».
Όμως, αν ακούγεται ακόμα το καράρι, είναι κυρίως χάρη στο γνωστό σμυρνέικο Το σαλβάρι με τη στροφή: «Και τι σε μέλλει εσένανε για το σαλβάρι μου / γιά [= ή] στενό μου γιά φαρδύ μου γιά καράρι μου» –τι σε νοιάζει αν μου έρχεται κοντό, μακρύ ή ακριβώς;
- κατούνα
Η κατούνα είναι παλιά λέξη με πολλές σημασίες· εμφανίζεται από τα μεσαιωνικά χρόνια και σημαίνει την κατοικία, τη σκηνή, το περιχαρακωμένο στρατόπεδο· αργότερα, τον οικισμό, και αυτή είναι μια από τις βασικές νεότερες σημασίες, αλλά και τις αποσκευές του ταξιδιώτη και την οικοσκευή ενός νοικοκυριού. Τα νεότερα λεξικά την παραλείπουν. Φυσικά, υπάρχουν πολλά τοπωνύμια Κατούνα ή Κατούνες, με γνωστότερο το κεφαλοχώρι στην Ακαρνανία.
Σαν οικισμός, η κατούνα συχνά αφορά προσωρινή εγκατάσταση. Κατούνες ή κατούντ στα αρβανίτικα λέγονταν οι τόποι περιοδικής εγκατάστασης των αρβανιτών, για εργασία σε μεγάλες ιδιοκτησίες, κατούνες λέγονταν τα μικρά χωριά γύρω από το Πλωμάρι Λέσβου, ενώ σε κατούνες (εξοχικές κατοικίες) παραθέριζαν οι κάτοικοι της Γέρας. Η λέξη περιλαμβάνεται και στο «προσωπικό λεξιλόγιο» του Ελύτη.
Η κατούνα ετυμολογείται από το ιταλικό cantone «περιοχή, γωνία», λέξη από την οποία προήλθαν και τα καντόνια της Ελβετίας –αλλά και τα καντούνια των Επτανήσιων.
- καφαλτί
Καφαλτί είναι το πρόγευμα, το πρωινό φαγητό· είναι και το κολατσιό των εργατών στα χτήματα. Αν υποθέσατε πως η λέξη είναι συγγενική με τον καφέ, σωστά το σκεφτήκατε· πρόκειται για δάνειο από το τουρκικό kahvaltı, που θα μπορούσε κατά λέξη να αποδοθεί «το πάρσιμο του καφέ». Ακούγεται στην Κρήτη, σε Χίο-Μυτιλήνη αλλά και τη Μακεδονία. Και τίτλος σε παραδοσιακά καφενεία και συναφή κέντρα.
Στις Παροιμίες του, ο Ν. Πολίτης καταγράφει τη μυτιληνιά παροιμία «Κόψ’ το καφαλτί σου και πάρε ένα δούλο», απάντηση σε κάποιον που προσπαθεί να μας αγγαρέψει να κάνουμε μια δική του δουλειά, χωρίς να το έχουμε υποχρέωση. Μια άλλη παροιμία, κρητική, που διδάσκει την αξία της οικονομίας: «Οπού φυλάξει καφαλτί, θα φάει το μεσημέρι».
Κι ένα δημοτικό κρητικό τραγούδι, ίσως συμβολικό: «Μάνα, δεν κάνω καβαλτί, μάνα, δεν κάνω γιόμα / παρά σκοτώσω το θεριό που ’ναι στον καλαμιώνα».
- κνικάτος
Ή κνηκάτος. Ο βαμμένος με κνήκο (ή κνίκο), ο κόκκινος. Ο κνήκος, αρχαία λέξη, είναι φυτό που χρησιμοποιόταν για την εξαγωγή χρωστικής με χρυσοκόκκινο χρώμα. Στα αρχαία, ο κνικάτος λεγόταν «κνηκός», και ήταν ανάμεσα στο κίτρινο και το κόκκινο, αλλά στις νεότερες χρήσεις το χρώμα είναι σαφώς κόκκινο.
Τη λέξη τη βρίσκουμε στον Πτωχοπρόδρομο («το μεγαλογράμματον ιμάτιν το κνηκάτον»). Κάποτε πρέπει να ήταν σχεδόν πανελλήνια, σήμερα επιβιώνει τουλάχιστον στη Λέσβο και τη Λήμνο.
Κνικάτα είναι τα μάγουλα, όπως της Ζεμίρας στο Σχολείον των ντελικάτων εραστών του Ρήγα. Κνικάτο είναι συχνά το φέσι, όπως στο λιανοτράγουδο του Μυριβήλη: «Χαρά στη ζώνη τη χρυσή και στη λιγνή τη μέση / και στο γλυκό ματόφρυδο και στο κνικάτο φέσι», και επίσης συχνά το γαρίφαλο: «Το δάκρυ μου γαρίφαλο κνικάτο…» (στίχος του Άχθου Αρούρη).
- λαντουρώ
Μπορεί να φαίνεται ότι είναι λέξη αποκλειστικά της κρητικής διαλέκτου, το λένε όμως και στη Νάξο και στη Λέσβο, πιθανώς και αλλού. Λαντουρώ ή λαντουρίζω σημαίνει ψεκάζω, καταβρέχω, ραντίζω. Το λαντουρώ προέρχεται, με ανομοίωση αρκετά συνηθισμένη, από το ραντουρώ, το οποίο, σύμφωνα με την ετυμολογία που πρώτος έδωσε ο Κοραής, φαίνεται να είναι συμφυρμός του ραντίζω και του, με το συμπάθειο, ουρώ· άρα, ραντουρώ θα σήμαινε αρχικά καταβρέχω με βρομόνερα ή καταβρέχω κάποιους ενοχλητικούς.
Ακόμα κι αν ευσταθεί αυτή η ετυμολογία, σήμερα πάντως δεν νομίζω να την σκέφτεται κάποιος που χρησιμοποιεί τη λέξη, ή ακόμα χειρότερα που γεύεται τον λαντουριστό, όπως λέγεται σε μερικά μέρη της Κρήτης, όπως στην Ιεράπετρα, ο νοστιμότατος και τουριστικότατος ντάκος (αλλού τον λένε κουκουβάγια).
Τη λέξη την έχει χρησιμοποιήσει ο Μυριβήλης σε ένα διάσημο απόσπασμα στον πρόλογο της Ζωής εν τάφω, όπου ένας θανάσιμα τραυματισμένος χειριστής φλογοβόλου «σπαρταρώντας σαν το ψάρι, λαντουρούσε με το σιδερένιο μασούρι της συσκευής του την υγρή φωτιά όπου λάχαινε». Πιο ειρηνικά αλλά όχι λιγότερο εμπρηστικά, η μαντινάδα επιμένει: «Μου ’ψες διαόλου θηλυκό μες στην καρδιά γιαγκίνι και λαντουρώ τη δάκρυα μα κείνη μπλιό δε σβήνει…».
- μαξούλι
Μαξούλι είναι η εσοδεία, η συγκομιδή, το γεωργικό προϊόν, η παραγωγή. Η λέξη είναι σχεδόν πανελλήνια (και στην Κύπρο). Από το τουρκικό mahsul, αραβικής αρχής, που έχει τις ίδιες σημασίες.
Στα μέρη με σχεδόν μονοκαλλιέργεια ενός είδους, όπως στη Λέσβο με την ελιά, το κακό μαξούλι σήμαινε πείνα. Οι καλές χρονιές λεγόντουσαν μαξούλια ή μαξουλοχρονιές, ενώ οι κακές κισίρια. Και σε ευχή: «Καλό μαξούλι να μας δώσει ο Θεός!». Η λ. βρίσκεται σε πολλά λογοτεχνικά έργα, π.χ. στα Ματωμένα χώματα της Διδώς Σωτηρίου διαβάζουμε: «Τα πρόσωπα μικρών και μεγάλων λάμπανε από χαρά, μιας και τα μαξούλια μοσχοπουληθήκανε».
- μπαρντάκι
Ή μπαρδάκι, μια λέξη με δύο βασικές σημασίες, αφενός το σταμνάκι και αφετέρου το κύπελλο του νερού. Είναι δάνειο από τα τουρκικά (bardak) και οι δυο σημασίες υπήρχαν ήδη στα τουρκικά. Οι σημασίες πρέπει να διαφοροποιούνται και τοπικά, π.χ. στην Κρήτη μπαρντάκι είναι μόνο το κύπελλο του νερού, ενώ στη Λέσβο μπαρδάκι είναι μόνο η στάμνα.
Με την έννοια της μικρής στάμνας, το μπαρδάκι ή μπαρντάκι είναι πήλινο και χρησιμοποιείται κυρίως για νερό· το κατέβαζαν στο πηγάδι για να παγώσει. Στις Παραπονεμένες του Παπαδιαμάντη η μητέρα προκειμένου να παντρέψει την κόρη της δίνει για προίκα όλα της τα φτωχικά υπάρχοντα: «Τσουμπλέκια, μπαρδάκια, ρουχικά, όλα τα έδιδεν».
Τις στάμνες αυτές τις έφραζαν πρόχειρα με κουκουνάρι ή κάποιο άλλο πώμα. Από εκεί και το μπαρδακοβούλωμα, που σημαίνει τον κοντό και κακοσχηματισμένο άνθρωπο, ιδίως γυναίκα. Τα χρόνια που δεν υπήρχε τρεχούμενο νερό στα σπίτια, είχαν το μπαρντάκι, ένα κύπελλο με χερούλι, για να πίνουν από το βαρέλι του νερού.
- ντάμι
Ντάμι είναι ένας πρόχειρος αγροτικός οικίσκος στα χωράφια. Είναι και ο στάβλος, πλάι στο σπίτι. Γενικά, ένα πρόχειρο κτίσμα, όχι για κανονική διαμονή. Από το τουρκικό dam, που θα πει καλύβα, στάβλος αλλά και στέγη. Είναι λέξη που χρησιμοποιείται πολύ στη Λέσβο και τη βρίσκουμε και σε τοπωνύμια. Στα ντάμια διανυκτέρευαν οι οικογένειες όταν γινόταν το μάζεμα της ελιάς.
Ωστόσο, δεν είναι αποκλειστικώς λέξη του λεσβιακού λεξιλογίου. Τη βρίσκουμε επίσης συχνά στην Καρδίτσα –μεταξύ άλλων, ο Νικόλαος Πλαστήρας λένε ότι είδε το φως μέσα σε ντάμι. Και στη συλλογή του, ο Ν. Πολίτης καταγράφει στην περιοχή της Βάρνας την παροιμία «Εγώ να πω ντάμι και συ βρες την πόρτα», δηλαδή ότι ο φρόνιμος πρέπει να καταλαβαίνει κι έναν σκέτο υπαινιγμό.
Ο Γιώργος Ιωάννου, περιγράφοντας την περιπέτειά του με τα νοσοκομεία στα Πολλαπλά κατάγματα αποκαλεί «πλακόστρωτο ντάμι» το κτίριο που στεγάζει το Ακτινολογικό τμήμα. Στο σχολικό βιβλίο της Β΄ Γυμνασίου υπάρχει απόσπασμα από τα Ματωμένα χώματα της Διδώς Σωτηρίου, όπου στη λ. ντάμι δίνεται η εσφαλμένη επεξήγηση «ζυγαριά»· φυσικά, είναι ο στάβλος!
- ντηρούμαι
Ή ντηριούμαι, ή ντηριέμαι· σημαίνει διστάζω, δειλιάζω, φοβούμαι. Ειδικά, διστάζω να μιλήσω. Από το μεσαιωνικό εντηρούμαι, μέση φωνή του εντηρώ (εν + τηρώ). Οι Κρητικοί θα το θεωρήσουν δική τους λέξη, όμως ακούγεται και στη Λέσβο, στα Δωδεκάνησα και σε άλλες περιοχές του ελλαδικού χώρου. Είναι αλήθεια πάντως ότι η λ. βρίσκεται στην Ερωφίλη και σε άλλα έργα της κρητικής αναγέννησης.
Ντηριέται αυτός που κομπιάζει, που δεν βρίσκει το θάρρος να μιλήσει ή να ζητήσει κάτι. Όπως λέει και το δημοτικό, «να της μιλήσω ντρέπομαι, να της το πω ντηριέμαι». Στη Ζωή εν τάφω ο Μυριβήλης γράφει: «ο λοχαγός μας σήκωσε τα μάτια του πάνω μας και μ’ ένα χαμογέλιο καλοσυνάτο παρακάλεσε, αν υπάρχει κανένας ανάμεσό μας που καταλαβαίνει τον εαυτό του για “δειλό”, να μη ντηριέται, μόνο να το πει καθαρά από τώρα».
- σαλκίμι
Το σαλκίμι, λέξη που δεν βρίσκεται σε κανένα λεξικό, είναι η γλυσίνα, ένα είδος ακακίας με καρπούς σε τσαμπιά, σαν σταφύλι. Είναι λέξη μικρασιάτικη, δάνειο από τα τουρκικά (salkım, που καταρχήν θα πει «κρεμαστό τσαμπί»). Η λέξη καμιά φορά αναφέρεται και στον καρπό, τα «σταφύλια» της γλυσίνας, που τα χρησιμοποιούσαν σαν αφέψημα για το κρυολόγημα. Τότε το φυτό λέγεται σαλκιμιά.
Οι πρόσφυγες φύτευαν σαλκίμια στις αυλές τους. Ο Θωμάς Κοροβίνης αναπολεί τις προσφυγικές γειτονιές της Τούμπας: «Πολλά σπίτια είχανε τσαρδάκια σκεπασμένα με σαλκίμια και κληματαριές και καθόταν από κάτω ο κόσμος κι έπινε το καφεδάκι του κι έκαναν οι γείτονες μουχαμπέτι [κουβεντούλα]».
Ξακουστά είναι τα σαλκίμια που σκεπάζουν τα καλντερίμια της αγοράς στον Μόλυβο της Λέσβου· αλλά και μια γνωστή ταβέρνα στις Μηλιές του Πηλίου λέγεται (και έχει) Σαλκίμι.
- σιτζίμι
Σιτζίμι είναι το λεπτό, γερό σκοινί ή ο γερός σπάγκος. Η λέξη είναι τουρκικό δάνειο (sicim) και ακούγεται ακόμα στα νησιά του Αιγαίου, την Κρήτη, την Πελοπόννησο, την Εύβοια. Σιτζίμι ήταν το σκοινί για τα ρούχα, ο σπάγκος με τον οποίο ευνούχιζαν τα ζώα, ο σπάγκος του χαρταετού. Πάντοτε γερός και καλά στριμμένος.
Στις αναμνήσεις του από την παιδική του ηλικία (Στου Χατζηφράγκου), ο Κοσμάς Πολίτης σχολιάζει τους σπάγγους των χαρταετών: «Γιατί, αν είχες σπάγγο σιτζίμι ή διμισκί, κι ο άλλος είχε σπάγγο τσουβαλίσιο, σίγουρα τον έκοβες». Υπάρχει και μαντινάδα: «Αν μ’ αγαπήσει κι αρνηθεί να τονε δω μεσκίνη / και να του δίδουν το ψωμί μ’ εννιά οργιές σιτζίμι», διότι στους λεπρούς το ψωμί το έδιναν από μακριά.
Το σιτζίμι έχει και μεταφορική χρήση. Στη Μυτιλήνη και στη Χίο, όταν βρέχει πολύ, λένε «βρέχει σιτζίμι», γιατί πέφτει η βροχή σαν συνεχές σκοινί από τον ουρανό. Η έκφραση απαράλλαχτη στα τουρκικά, sicim gibi yağmur. Κατ’ επέκταση, «σιτζίμι» λέγεται η μπόρα, π.χ. «Με το σιτζίμι βγήκες όξω, λωλός είσαι;»
- τσάμι
Τσάμι είναι το πεύκο, λέξη δάνεια από τα τούρκικα (çam). Στον πληθυντικό, τσάμια συχνά είναι ο πευκώνας, το πευκοδάσος· υπάρχουν άφθονα τοπωνύμια και μικροτοπωνύμια με το όνομα αυτό. Η λέξη ακούγεται στη Βόρεια Ελλάδα και στη Λέσβο.
Στα Ματωμένα χώματα της Διδώς Σωτηρίου, ο πάμπλουτος Σεϊτάνογλου έχει στην έπαυλή του «ένα δάσος από τσάμια, που στη σκιά τους ξάπλωναν οι γιοι του αφεντικού και οι γυναίκες τους και διαβάζανε».
Ο Οδυσσέας Ελύτης συμπεριέλαβε τα τσάμια (στον πληθυντικό) στο «προσωπικό του λεξιλόγιο», τις 400 λέξεις που παραθέτει στον Μικρό Ναυτίλο, στην ενότητα «Αιγαιοδρόμιον». Στο ίδιο έργο, χρησιμοποιεί τη λέξη: «Καθώς γλιστράω στα τσάμια της κατηφοριάς / κι ανοίγω τα φτερά στο βλέμμα σου το απέραντο». Καθώς η λ. τσάμια ακούγεται πολύ στη Λέσβο (μεταξύ άλλων, η δημόσια πλαζ της Μυτιλήνης λέγεται Τσαμάκια) αλλά όχι στην Κρήτη, ήταν ένα από τα βασικά επιχειρήματα του μυτιληνιού λογοτέχνη Στρατή Γιαννίκου για να αντικρούσει την άποψη του Χρ. Χαραλαμπάκη ότι το ιδιωματικό στοιχείο στον Ελύτη είναι κυρίως κρητικό.
- ψακή
Και ψιακή, και ψακί, και ψιακί, και ψιάκι. Είναι το δηλητήριο, ιδίως το δηλητήριο για ζώα, το ποντικοφάρμακο· και οτιδήποτε φαγητό έχει χαλάσει ή είναι πολύ πικρό. Και ρήμα ψακώνω = φαρμακώνω και ψάκωμα η δηλητηρίαση. Λέξη που ακούγεται πολύ στην Κρήτη, αλλά δεν είναι αποκλειστικά κρητική, αφού χρησιμοποιείται επίσης στην Κύπρο, τα Δωδεκάνησα, τα νησιά του βόρειου Αιγαίου. Κατά τον Ανδριώτη ετυμολογείται από το μεταγενέστερο ψίαξ (μέσω υποκοριστικού *ψιάκιον), που σημαίνει σταγόνα.
Θα βρούμε τη λέξη σε μαντινάδες και σε δημοτικά δίστιχα, όπως από τη Σαμοθράκη: «Ο ήλιος βασιλεύει καρσί στο Λάκκωμα / κι εσύ, παλιά μου αγάπη, να ’χεις το ψάκωμα». Αρκετά συχνά στον Καζαντζάκη, όπως στους εξής δυνατούς στίχους από τις Τερτσίνες: «Άσπλαχνη ερμιά, σαν τη στερνή την Κρίση / χωρίς νερό, χωρίς πουλί κι ελπίδα· / κι ένα κουβάρι μαύρα φίδια η χτίση / Θε μου, ψακή τόση ποτέ δεν είδα».